11/10/06

ΚΟΧΛΙΑΣ



Δεν μου `ταξες,
μονάχα τοίχους ύψωσες:
για μέρες έψαχνα μια χαραμάδα.
Κι αν οι ματιές μας
ασύμπτωτα χωρίσανε
ύστερα από το μόνο
σημείο επαφής τους,
κι αν το χάδι
απ` τα δάχτυλα μας έτρεξε
σαν άμμος
που στη χούφτα περισσεύει,
το γέλιο σου είναι
που προδίδει τα σημεία.
Δες, στην άμμο βρήκαμε
το κοχλία ενός βαρκάρη.
Πάρ` τον στα χέρια σου
να πορευτούμε στο νησί μας,
όπου τα όρια ακυρώνονται,
όταν αχτίδες συναισθημάτων
ξεγλιστρούν,
από απρόβλεπτες
των τοίχων χαραμάδες.

1/9/06

ΚΑΤΑ ΠΙΚΑΣΣΟ



Να και η Γυναίκα με το μαντολίνο κατά Πικάσσο.
Είναι δύσκολη η μεταφορά του στο ξυλόγλυπτο..Τι νομίσατε..Ελπίζω να μην το βιασα!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ


Συχνά αναρωτιέμαι για τα θέματα που επιλέγω να κατασκευάζω τα ξυλόγλυπτά μου.
Οι περισσότεροι συμμαθητές μου στο τμήμα της ξυλογλυπτικής περιστρέφονται γύρω από διακοσμητικά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα ρίζες δέντρων, καδράκια, εικόνες, καθρέφτες. Μερικοί έχουν προχωρήσει στα ολόγλυφα, κάτι που αποτελεί ιδιαιτερότητα του συλλόγου μας.
Η θεματολογία τους είναι συνήθως αντιγραφές γλυπτών προτομών, ειδωλίων, ή γεωμετρικά και φυτικά σχέδια, όταν μιλούμε για περιγράμματα εικόνων ή καθρέπτες. Μια φίλη μάλιστα πέρασε σε σκυριανά μοτίβα σε παραδοσιακά έπιπλα.
Εγώ μια ζωή εκτός των συνηθισμένων και πεπατημένων οδών , ήθελα να μεταφέρω κυβιστικά σχέδια και πίνακες του Πικάσσο και του Μπρακ, γιατί τα συνηθισμένα μοτίβα δεν με εξέφραζαν. Έτσι αφού πειραματίστηκα στις παραδοσιακές μορφές κατέληξα στη γυναίκα με το μαντολίνο.
Ευτυχής η γυναίκα αυτή, topless μάλιστα, τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον των συμμαθητών, όχι τόσο για το μαντολίνο που κρατούσε και την ευτυχία της , όσο για την τόλμη της να δείξει τα στήθη της!
Πράγματι χρειάζεται τόλμη πολλές φορές να πορεύεσαι σε οδούς που οι άλλοι απορρίπτουν. Συχνά το έχω εισπράξει με το ανάλογο τίμημα της απόρριψης.
Σήμερα πήγα στην υπηρεσία μου, όντας αποφασισμένη να ταράξω λίγο τα λιμνάζοντα νερά. Αφορμή ήταν η θέσπιση του ωραρίου των δημοσίων υπαλλήλων σε δυο βάρδιες. 9.00-16.30 και 7.30-15.00. Από τους δώδεκα μόνιμους υπαλλήλους της υπηρεσίας μου ήμουν η μοναδική που ήθελα την «αλλαγή». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η επιλογή μου στήριζε την α` ή β` πολιτική απόφαση. Μακριά από μένα τέτοιου είδους ερμηνείες. Απλά για καθαρά πρακτικούς λόγους έκανα αυτή την επιλογή.
Όμως για δες!! Κανείς δεν τολμά ν` αλλάξει αυτό που ήδη τον «βολεύει». Το ωράριο καταστρατηγείται συνέχεια , το 7.30-15.00 γίνεται μονίμως 8.00-14.30. Στο δικό μου τμήμα μάλιστα η προσέλευση έχει τραβήξει και πιο αργά, με την ίδια ώρα αποχώρησης.
Έτσι λοιπόν ο καθένας το μαντολίνο του και λέει τα δικά του τραγούδια.
Έπεσαν όλοι να με φάνε. «Μας χαλάς τη πιάτσα» , τι νεωτερισμοί είν` αυτοί, καλά τα βολεύαμε…»
Λοιπόν , ναι! Στην υπηρεσία μου είμαι top-less ενώ οι άλλοι είναι ντυμένοι , με το φόρεμα της υποκρισίας. Με ξεδιάντροπο τρόπο κοιτούν τα στήθη μου. Δεν έχω τίποτε να κρύψω, σε αντίθεση μ` αυτούς που φορούν τα ζιβάγκο.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί επέλεξα «τη γυναίκα με το μαντολίνο» και γενικά την «αφηρημένη» τέχνη. Γιατί είμαι ροκ, κι η ροκιά είναι τρόπος να ζεις, όχι να μην ζεις.

8/8/06

Η ΠΕΡΟΥΚΑ




Στη Φανή, την Αθηνά, την Κεραστώ , τη Πέτρα και τώρα τελευταία στη Νίκη…

Από μικρή παρατηρούσα τα μαλλιά από τις κούκλες μου και μου φαίνονταν πολύ ψεύτικα, τελείως ανάρμοστα για μια κούκλα , που της έδινα σάρκα και οστά στο παιχνίδι μου. Έτσι απέκτησα μια απέχθεια για τις περούκες , αλλά και για τα στυλιζαρισμένα μαλλιά εν γένει. Τα μαλλιά των ηθοποιών της δεκαετίας του`70 ήταν τόσο επιτηδευμένα , που μου προκαλούσαν μόνο γέλιο.
Έτσι κωμική είδα και την απόφαση που πήραν δύο καθηγήτριές μου , η Φανή και η Αθηνά-φιλόλογοι κι οι δυο- όταν τις είδα να φορούν στραβοβαλμένα τη περούκα τους, στη προσευχή. Πράγματι θεωρούσαν δύσκολο να στυλιζάρουν τα μαλλιά τους πρωί-πρωί , ενώ με την περούκα δυο- τρία τσιμπιδάκια αρκούσαν για να`ναι καλοχτενισμένες.
-«Σήκω Ευρυδίκη να γράψεις τη μετοχή παρακειμένου..» φώναξε η Φανή , κι η Βίκυ πληθωρική όπως ήταν , πήρε τη κιμωλία στα χέρια της κι άρχισε να γράφει. Από δίπλα κι η Φανή, «δεν βλέπουν παιδί μου οι από πίσω, γράφε πιο ψηλά» και να` σου τεντώνει άτσαλα το χέρι της η Βίκυ και με το μανικετόκουμπο της ποδιάς παίρνει παραμάσχαλα τη περούκα.
«Με καράφλιασες!» λέει η Φανή , κι όλο το σχολείο τραντάχτηκε από τα γέλια.
Έπεσε σύρμα λοιπόν στο γραφείο των καθηγητών , ότι στο Β1 ξεμαλλιάζουν τις καθηγήτριες , κι έτσι η Βίκυ γλίτωσε για πολύ καιρό το σήκωμα στο πίνακα.
Όμως η τύχη το` θελε η όποια περούκα να με σημαδεύει.
Ήμουν ήδη νέα μηχανικός όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα.
«Έλα αν μπορείς, έχω πρόβλημα με τη Πολεοδομία, μου έκαναν καταγγελία , μένω στη οδό Μουσών στην Ανω πόλη» . Η Μαργαρίτα, η γερμανίδα καθηγήτριά μου ήταν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία για μένα, που με χάραξε βαθιά με τη σμίλη του ανθρώπου.
Από τη πρώτη στιγμή το κατάλαβα, ότι δεν ήταν μόνο το πρόβλημα της καταγγελίας που τη κατάτρεχε. Ναι, αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και είχε γεμίσει το μπαλκόνι της με βαριές γλάστρες. Η καταγγέλουσα, κάτοικος του κάτω ορόφου, διαμαρτύρονταν ότι το μπαλκόνι άρχισε να εμφανίζει ρωγμές από τις βαριές της ζαρντινιέρες. Κάποια βαθιά θλίψη είχαν τα μάτια της κι ας μην το` λεγε.
Έκανα αρκετές επισκέψεις στο σπίτι της, πότε μ` αφορμή το ένα και πότε το άλλο. Λαβύρινθος η πολεοδομία και `γω να ψάχνω να βρω το κουβάρι της. Ώσπου στο τέλος μου το` πε : « Φοβάμαι ότι δεν είμαι καλά , θα πάω στη Γερμανία να κάνω μια εξέταση..»
Έμαθα ότι επέστρεψε και πήγα να τη δω. Αποφάσισα να της κάνω έκπληξη κι έτσι πήρα και τα παιδιά μου μαζί , για να παίξουν στο ζωολογικό κήπο. Χτύπησα και ξαναχτύπησα μα καμιά απόκριση. Κάποιος ήταν στη πόρτα κι αφουγκραζόταν. Της πήρα τηλέφωνο από το θάλαμο.
«Θα`ταν η Τόσκα» μου` πε , υπονοώντας , ότι η γάτα της βρισκόταν πίσω από τη πόρτα, όταν εγώ κόντευα να τη σπάσω από τους χτύπους. «’Ερχομαι στο zoo σε μισή ώρα»
Πράγματι ήρθε. Είχε ωραία μακριά μαλλιά κι ήταν εμφανώς αδυνατισμένη. «Πότε πρόλαβαν και μάκρυνα τόσο πολύ» , σκέφτηκα κι αυτόματα είδα τα μάτια της βουρκωμένα. «Καρκίνος; Εδώ;» τη ρώτησα, κι έβαλα το χέρια μου σαν άλλος Θωμάς, στις πληγές της εγχείρησης του λάρυγγα.
«Πες μου με γεια τη κόμμωση», μου` πε πριν λίγο καιρό η Νίκη , όταν με πρόσεξε να τη κοιτώ αποσβολωμένη. Η δική της περούκα ξανθιά με ανταύγιες, έτσι όπως ποτέ η Νίκη δεν έβαφε τα μαλλιά της. Η Κεραστούλα είχε την κόκκινη και η Πέτρα αντί για περούκα είχε κούρεμα γουλί αλα Ορνέλλα- Μούτι. «Οι φίλες μου από `δω» και μου`κλεισε το μάτι.
Τώρα στέκομαι μπροστά στο σκήνωμά σου και φιλώ τη περούκα σου, φιλώ τα σταυρωμένα χέρια σου , Νίκη. Να πάρει η ευχή, αυτή την ύστατη στιγμή σου περισσεύει και μοιάζει σα στραβοβαλμένη. ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΩΔΙΟ

3/8/06

ΟΔΟΣ ΠΟΙΗΤΩΝ



ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Φιλοξενούμαι στις σελίδες 51 έως και 69 όπως και πολλοί συνοδοιπόροι που αναρτούν πονήματά τους στο "anemologio" και στο "logokipos"

27/7/06

ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΡΗ



OI ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΡΗ


Ίσως να περίσσεψαν
ακόμη λίγες ανάσες
βοήθεια να τις καλέσω
απαλά τα κεριά των γενεθλίων σου
να φυσήξουν.
Ίσως να ξέμειναν
ακόμη λίγες καρδιές
να χαϊδέψουν τα παιδιά μας,
κι η δική τους καρδιά
να σπαρταρήσει στο αγγελικό στηθάκι.
Ίσως να κόντυναν οι μέρες μας
και πύκνωσε η αγωνία
για το αύριο.
Το σήμερα ήδη τραυματισμένο,
το παρατήσαμε στις οθόνες
να κουτσαίνει.
Ίσως σήμερα να είναι
η τελευταία μέρα συνουσίας,
μια τελευταία ευκαιρία
για τη σπορά της ελπίδας
στο αύριο.
Ασυγκράτητοι, αδίστακτοι, λυσσαλέοι
γιοι του πολέμου.
Μας φυλακίσατε τις ελπίδες,
μας κόψατε τα κλαριά
του κορμιού μας,
μας χύσατε στο ποτήρι σας
το μεδούλι.
Ποιος γιος
θα τολμήσει να γεννηθεί,
ποια κόρη θα υποσχεθεί σπορά
στο χωράφι σας;



ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Ξέφυγα πονηρά να προφτάσω το αύριο.
Να το μαγκώσω, να το αγκυρώσω,
μου ανήκει.
Κοντά στο πεύκο , που μου ταϊζει τη δροσιά του,
βαθιά έσκαψα
το αύριό μου να χαντακώσω, να μη μου ξεφύγει.
Πώς θα το ξεπλύνω από τα χημικά
που το πυρπόλησαν;
Πώς θα λευκάνω τους καπνούς του Άρη;
Πώς θα το λαγαρίσω;
Το αύριο μου ανήκει.
Κανενός λεία δεν το αφήνω.
Ίσως και να` ναι το τελευταίο
που μας ανήκει.

30/5/06

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ


Η καλημέρα της Ελληνίδας μ` έβαλε σε σκέψεις , για το χαρακτήρα αυτού του μπλόγκ. Στην αρχή δεν ήθελα να του δώσω ημερολογιακό χαρακτήρα, γιατί έτσι κρατώ μιαν απόσταση από τα πράγματα: δεν μ` αρέσει να «στριμώχνομαι» από το κοινό μου, γράψε - γράψε κι άλλα … Αυτός ο τρόπος της έκτακτης είδησης ή αλλιώς του έκτακτου σχολιασμού είναι πιο ασφαλής. Αποφεύγεις την έκθεση πραγμάτων, που παλιά ίσως να χαρακτηρίζονταν και ως «η κουβέντα της γειτονιάς».
Η αλήθεια είναι ότι στη καθημερινότητά μου συναλλάσσομαι με πολύ κόσμο. Το τεχνικό πεδίο είναι ένας χώρος πολύ επιρρεπής σε αντιπαραθέσεις, γιατί διακυβεύονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Έτσι δεν λείπουν συχνά τσακωμοί στα πλαίσια της δουλειάς , που δυστυχώς με ακολουθούν μέχρι το σπίτι.
Συχνά ,κατά την επιστροφή μου το μεσημέρι στο σπίτι , ζητώ από την οικογένειά μου να με αφήσει σ` απόλυτη σιωπή , αφού βέβαια ο καθένας περιγράψει τη μέρα του στο μεσημεριανό τραπέζι. Είναι στιγμές που δεν θέλω ούτε να μιλώ ούτε να μου μιλούν, μέχρι να καθαρίσει το μυαλό μου σε απόλυτη σιωπή. Έτσι έρχομαι σ` επαφή ξανά με τον εαυτό μου, κι επανέρχομαι.
Άλλοτε μου χρειάζεται κάτι πιο ισχυρό, ν` ακούσω μουσική ας πούμε , που διεγείρει και τα συναισθήματα, ή κάτι ακόμη πιο ισχυρό…κάτι χειρωνακτικό, για να βγάλω κι όλη την εγκλωβισμένη ενέργεια! Τότε ασχολούμαι με τη ξυλογλυπτική.
Τώρα τελευταία δουλεύω το έργο «Η γυναίκα με το μαντολίνο» του Picasso.
Μέχρι τώρα δεν είχα ασχοληθεί με κυβιστικά έργα, όμως όσο προχωρώ στο έργο αυτό τόσο με συνεπαίρνει ο κυβισμός. Δεν είναι κι εύκολο να γίνει μεταφορά ενός κυβιστικού ζωγραφικού έργου σε (ξυλο)γλυπτό έχει κάποιες ιδιορρυθμίες στις διαχωριστικές γραμμές.
Η πιο ισχυρή δόση τέχνης που εξακοντίζει στο μέγιστο - για μένα –τα συναισθήματα είναι η ποίηση. Τότε υπάρχει αυτός ο εσωτερικός μονόλογος, η απόλυτη επαφή με τον εαυτό , που μπορεί να με επαναφέρει στον υπαρκτό κόσμο.

Βέβαια η καλημέρα της Ελληνίδας μπορεί να υπονοεί και ενδιαφέρον για την υγεία μου, ένα ακόμη ταλαίπωρο κεφάλαιο της ζωής μου!

7/4/06

ΣΥΝ-ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ




Η πορεία ενός ξυλόγλυπτου

Εδώ και μερικά χρόνια ασχολούμαι με την ξυλογλυπτική. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό στο παρελθόν , ότι κάποτε θ` ασχοληθώ κι εγώ μ` αυτή τη τέχνη, μέχρι που η κόρη μου , ενημερωμένη από κάποια συμμαθήτριά της , μ` έσυρε στη κυριολεξία μέχρι το τμήμα ξυλογλυπτικής ενηλίκων του συλλόγου «Three-hills», νομίζοντας ότι υπάρχει και τμήμα για παιδιά.
Σκονισμένοι ασκούμενοι με ματσόλες και σκαρπέλα στα χέρια σκυμμένοι πάνω από τα έργα τους -όλα πρωτόλεια- άκουγαν στη διαπασών «ράδιο-άνεμος», για να σκεπάζεται ο ήχος από τα χτυπήματα των σκαρπέλων.
Πάγκοι ψηλοί φτιαγμένοι από νοβοπάν , με πόδια ν` ακουμπούν με χοντρούς τάκους στο μωσαϊκό ήταν γεμάτοι από ροκανίδια , από εργαλεία και σκαριφήματα των ξυλόγλυπτων έργων.
Ένας δάσκαλος, ξερακιανός –σχεδόν βγαλμένος από αγιογραφία- είχε ένα μολύβι μαραγκού με διπλή μύτη, περασμένο στο αυτί και περιφέρονταν από πάγκο σε πάγκο.
Μερικά παιδιά ανάμεσα στους ενήλικους, σκαρφαλωμένα σε σκαμπό του μπαρ προσπαθούσαν να προσεγγίσουν του πάγκους.
Κι εγώ δεν ξέρω , πώς κόλλησα σ` αυτό το τμήμα. Με συνεπήρε η όρεξη για δουλειά και το χαμόγελο των συναδέλφων.
Πολύ σύντομα μάλιστα απέκτησα ένα δικό μου, προσωπικό στυλ, που δεν έμοιαζε με κανενός εκεί μέσα.
Ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν τις οδηγίες του δάσκαλου κατά γράμμα, εγώ ατίθαση όπως ήμουν από πάντα, μόλις αντιλήφθηκα τις βασικές λειτουργίες των εργαλείων , ξεκίνησα το πρώτο μου έργο, ένα πολύ βαθύ ημίγλυφο , προσπαθώντας να μιμηθώ στη τεχνική τις παλιές ζωφόρους , που βλέπουμε πια μόνο στα μουσεία. Βέβαια ήταν ένα μικρούλι έργο, διαστάσεων μερικών δεκάδων εκατοστών , αλλά σε τίποτε δεν θύμιζε αυτά των άλλων ομοτέχνων μου , στο σύλλογο.
Το ξύλο -από φλαμουριά - μου το είχε διαλέξει ο δάσκαλος, είχε έναν ρόζο τελείως στο κέντρο , ήταν σχετικά ελαφρύ και μαλακό.
Ώρες ατέλειωτες δαπάνησα μέχρι να το φέρω στα νερά μου, να το κάνω να με υπακούσει και να τιθασεύω τις ιδιορρυθμίες του.
Το σχέδιό μου ήταν ένα καράβι των βίκινγκς με ανοιχτά πανιά κι ένα φλόκο. Στο ρόζο φρόντισα να βάλω ένα κύμα για τον καλύπτει.
Στη συνέχεια αποφάσισα να επιλέγω μόνη μου τα ξύλα.
Πήγα στην αποθήκη ξυλείας , στο χοντρέμπορο δηλαδή και αφού χρησιμοποίησα την ιδιότητά μου του μηχανικού , γλίστρησα σιγά-σιγά στα άδυτα της ξυλαποθήκης.
Ο έμπορος με συμπάθησε αρκετά και με προσανατόλισε σε μιαν πλευρά της αποθήκης, όπου ξηραίνονταν τα «παλιά» ξύλα. «Σαν τα παλιά κρασιά» , σκέφτηκα.
Πράγματι υπήρχαν μεγάλες τάβλες αλειμμένες στα σόκορα με κόλλα για να μη στρεβλώνουν , που ήταν ξεχασμένες εκεί για μια εικοσαετία.
Ζήτησα φλαμουριά , μου έδειξε μια τάβλα, τη φορτώσαμε στο επαγγελματικό ημιφορτηγό του άντρα μου και πήγα να πληρώσω!
-«Άντε βρε, δώρο για τον Γιώργο» μου `πε ο προμηθευτής , υπονοώντας ότι γνωρίζει καλά τον άντρα μου, αφού αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου.
Χαρούμενη πήγα στο σπίτι και ξεφόρτωσα στην αποθήκη.
Ο Γιώργος εκεί έχει φτιάξει ένα πάγκο από νοβοπάν για δική του χρήση.
Πάνω είχε αφημένα εργαλεία ξυλουργικής, γιατί δούλευε μια σκάλα για το σπίτι, που όλο το μαστορεύει και δεν λέει να τελειώσει.
Έκανα κατάληψη τον πάγκο κι άρχισα να παρατηρώ τα εργαλεία. Σέγα, «τάνκς» , πλάνη, ρούτερ , γιαλοχαρτιέρες, παλμικά τριβεία, δέλτα! Δίπλα είχε αφημένα εγχειρίδια χρήσης σ`ένα κασελάκι.
Τα πήρα και άρχισα να διαβάζω σα τρελλή. Θα ήταν βέβαια πολύ πιο εύκολο για μένα να του πω έτσι απλά: «Κόψε μου αυτό το ξύλο σε τέτοιες διαστάσεις», όμως εμένα πάντα με ενθουσίαζαν τα δύσκολα.
Έκλεισα τη πόρτα της αποθήκης κι άρχισα…
Ήταν δύσκολα να κουμαντάρω τη τάβλα , δύσκαμπτη καθώς ήταν δεκάρα στο πάχος, τέσσερα μέτρα μήκος και πενήντα εκατοστά φάρδος.
Είχε «καμπούρα» από την πολυκαιρία, και τσίπα πάνω της, ένα παχύ στρώμα καιρικών συνθηκών ενσωματωμένο στην επιφάνειά της.
Έκοψα το κομμάτι στις διαστάσεις που χρειαζόμουν μπρος-πίσω και μέσα-έξω με τη σέγα. Άναψε το πριονάκι της. Αποτέλειωσα με το χειροκίνητο πριόνι.
Πλάνισα με τη πλάνη τη στίπα , πάνω-κάτω. Η καμπούρα με δυσκόλευε πολύ. Περνούσα τη πλάνη κι έτρωγε πολύ υλικό.
Γιαλοχαρτάρησα την επιφάνεια αρχικά με το τανκς και στη συνέχεια με τα παλμικά τριβεία. Ομαλοποίησα τις τέσσερις πλευρές στα σόκορα, γιατί με το πριόνι τους είχα σχεδόν καταστρέψει το γώνιασμα.
Ναι! Αυτό ήταν το ξύλο που έψαχνα! Τώρα φαίνονταν όμορφα τα νερά του, είχε βέννες , αλλά και κυκλικά νερά. Ήταν μια αληθινή φλαμουριά.
Πήρα καρμπόν κι άρχισα ν` αντιγράφω το σχέδιο.
Ήταν αντίγραφο ενός γλυπτού «Διόσκουροι» ο τίτλος , που είδα σ` ένα φυλλάδιο κάποιας έκθεσης γλυπτικής μιας επαρχιακής πόλης.
Το μεγέθυνα στις διαστάσεις που ήθελα και το προσάρμοσα , ώστε να γίνει ένα βαθύ ημίγλυφο, όταν θα ολοκληρώνονταν η τέχνη της ξυλογλυπτικής.
Σταθεροποίησα το περίγραμμα με χοντρό μαρκαδόρο εξομαλύνοντας τις γραμμές , και με το ξύλο μου παραμάσχαλα πήγα στο σύλλογο.
Δεν είπα τίποτε , για τον τρόπο που το απέκτησα. Εγώ μόνο ήξερα τι είχα τραβήξει να το φέρω στις προδιαγραφές μου. Ολόκληρο το απόγευμα μούσκεμα στο ιδρώτα, μάτια , μαλλιά και μύτη γεμάτα σκόνη από πριονίδια. Το ξύλο αυτό είχε αρχίσει να γίνεται μέρος του εαυτού μου, μέρος της καθημερινότητάς μου. Κανείς δεν θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά , τι ήταν για μένα αυτό το ξύλο.
Πήρα τις πρώτες οδηγίες από το δάσκαλο κι άρχισα να απομονώνω το περίγραμμα του σχήματος , από το υπόλοιπο σχέδιο. Ήθελα να το κάνω βαθύ, πολύ βαθύ κι έτσι άρχισα να το σκάβω με μανία εκτός του περιγράμματος.
Με είχε τόσο πολύ συνεπάρει και χτυπούσα τόσο δυνατά το σκαρπέλο , που ξεκολλούσα ολόκληρα κομμάτια, πλήγωνα τόσο πολύ το ξύλο! Κι αυτό μαλακό όπως ήταν και ξερό απ` την πολυκαιρία, πότε υπάκουε και πότε πετούσε αγκίθες. Στιγμές- στιγμές μου αντιστέκονταν τόσο πολύ που έφευγαν ολόκληρα κομμάτια, εκεί που δεν το ήθελα. Μου φάνηκε ότι είχα επιθετικές τάσεις απέναντί του. Σα να ήθελα να το τιθασεύσω, κι αυτό μια τέτοια αντίσταση!
Αναγνώριζα μέσα μου πρωτόγνωρα συναισθήματα: επιθετικότητα , το χτυπούσα με μανία. Πόνο, μου έσκιζε την καρδιά όταν πληγώνονταν. Αφάνταστη χαρά , όταν αναδεικνύονταν τα νερά του. Αισιοδοξία , ότι θα γίνει ένα υπέροχο ημίγλυφο. Μίσος, όταν ξεκολλούσαν κομμάτια και μου ασχήμαινε τις γραμμές , που είχα εκ των προτέρων χαράξει.
Εκτός από τις εβδομαδιαίες τακτικές συναντήσεις μου με το ξύλο στην αίθουσα της ξυλογλυπτικής, κανόνισα ραντεβού μαζί και εντός της εβδομάδας στην αποθήκη του Γιώργου.
Όταν λοιπόν ήταν ελεύθερη η αποθήκη, έσφιγγα το ξύλο μου με τους σφιγκτήρες κι άρχιζα την επεξεργασία. Πότε καθάριζα το περίγραμμα, πότε έτριβα τους βανδαλισμούς μου πάνω του, πότε εξομάλυνα τις καμπύλες των σχημάτων , πότε ονειρευόμουν το χρώμα του.
Κάποτε τελείωσε. Τριών μηνών συνευρέσεις με το ξύλο μου, είχαν αναχθεί σε τμήμα της ύπαρξής μου. Και να τώρα να πειραματίζομαι στο χρώμα, έκανα τουλάχιστον δέκα δοκιμές. Καρυδιά ανοιχτή για το υπόβαθρο και τέσσερις διαβαθμισμένοι τόνοι αχλαδιάς, ναι! αυτά είναι τα χρώματα. Κατέληξα εκεί, αφού έκανα το τεστ στην πίσω πλευρά του ξύλου.
Το έβαψα, με προσοχή. Μα αυτό το άθλιο, μέχρι το τέλος το` χε στο πρόγραμμα να με ταλαιπωρήσει. Κατάξερο καθώς ήτανε, ρουφούσε το χρώμα τόσο πολύ , που στα όρια των χρωματικών διαβαθμίσεων ανακατεύονταν οι χρωματισμοί.
Έξω έβρεχε δυνατά κι εγώ έπρεπε ν` αποχωρήσω. Ο σύλλογος έκλεινε , οι άλλοι είχαν ήδη σκουπίσει ανάμεσα στα πόδια μου κι εγώ απελπισμένη να βλέπω τα χρώματα , το ένα να καταπίνει το άλλο.
Βρήκα κενό το κιβώτιο της ηλεκτρικής σκούπας , το τοποθέτησα μέσα -γιατί το έργο ήταν μεγάλο σε διαστάσεις και έπρεπε να προστατευτεί από την υγρασία- και το άφησα στο σπίτι να στεγνώσει.
Για μέρες δεν είχα διάθεση ν` ανοίξω το κιβώτιο. Αισθανόμουν ότι το ξύλο μου είχε αρρωστήσει , κι εγώ δεν είχα το κουράγιο να το γιατρέψω άλλο.
Όμως ,ω! του θαύματος. Στέγνωσε καλά κι εκεί που η μια μπογιά κατάπινε την άλλη , έδωσε μιαν όμορφη σκιά. Χαρούμενη πήγα στο σύλλογο για το ξάσπρισμα.
Μετά τη σχετική καθοδήγηση, αφαίρεσα με γιαλόχαρτο όσο χρώμα ήταν περιττό.

Ναι, τώρα μόνο το βερνικάκι του ήθελε, κι ένα καρφί στο τοίχο!

24/3/06

ΤΟ ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ



Εδώ και χρόνια συναλλάσσομαι με υπηρεσίες.
Όσα χρόνια ήμουν ιδιωτική υπάλληλος, κατόπιν ελεύθερη επαγγελματίας είχα μόνιμα συναλλαγή με δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως από αυτές που γίνεται .. «το έλα να δεις» : Πολεοδομίες, Νομαρχία, ΙΚΑ , Εφορίες.
Δεν υπήρξε μέρα , στη τότε παράδοξη σχέση μου με τις υπηρεσίες αυτές , που να μην σκίσω τα ρούχα μου απ` το κακό μου. Η παράδοξη σχέση μου; Ο απλός πολίτης που ζητά να εξυπηρετηθεί, να διεκπεραιώσει την υπόθεσή του.
Έτσι πριν έξι και πλέον χρόνια που άρχισε μια άλλη παράδοξη σχέση μου με τις υπηρεσίες αυτές, νόμισα στην αρχή , ότι τα πράγματα θ` άλλαζαν προς το καλύτερο.
Η δεύτερη αυτή παραδοξότητα είναι η υπηρεσιακή πλέον σχέση μου μ` αυτές τις υπηρεσίες. Ω! του θαύματος.
Μόλις δηλώσω ότι είμαι συνάδελφος, υπάλληλος της «τάδε» υπηρεσίας , τότε μπαίνω στη λίστα …αναμονής: Προτεραιότητα έχουν οι άλλοι ..πολίτες- πελάτες, αυτοί οι οποίοι δηλαδή διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους με το..γρηγορόσημο. Το δημόσιο, δεν πληρώνει, άρα μπορεί να περιμένει!
Έτσι , ότι οι διαδικασίες του δημοσίου καθυστερούν (ας πούμε ή έκδοση οικοδομικής άδεις ενός σχολείου) δεν οφείλεται στη γραφειοκρατία του «συστήματος» αλλά οφείλεται απλά, στο ότι η μια υπηρεσία δεν πληρώνει στην άλλη υπηρεσία το..γρηγορόσημο!
Η χώρα «του έλα να δεις» δηλαδή…

21/3/06

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ



ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Από την ώρα που γεννήθηκα νιώθω ένα αποπνιχτικό, πανταχού παρόν δίχτυ-δίκτυο να με τυλίγει.
Μωρό ακόμη στη κούνια του μαιευτηρίου εισέπραττα τα ψεύτικα χαμόγελα του συστήματος «υγείας-πρόνοιας» .Γιατροί , νοσοκόμες, κλινική αναπαράγουν αυτό το σύστημα.
Φωτογράφοι, ζιπουνάκια, παιχνιδάκια, είδη εξυπηρέτησης του βρέφους , γονείς και συγγενείς αναπαράγουν το «καταναλωτικό σύστημα».
Μεγάλωμα στην οικογένεια, επιτρεπτά και μη πράγματα, αρχές και απαγορεύσεις, πρότυπα αναπαράγουν το οικογενειακό σύστημα.
Στραβοτιμονιές κι αναποδιές ,φόβοι και αδυναμίες αναπαράγουν το θρησκευτικό σύστημα.
Σχολείο κι εκπαίδευση , το εκπαιδευτικό σύστημα.
Φίλοι και κοινωνικός περίγυρος, το κοινωνικό σύστημα.
‘Εννομο συμφέρον , «ελευθερίες» το πολιτικό-πολιτειακό σύστημα.
Απασχόληση το εργασιακό σύστημα.
Ένα άπειρος αριθμός συστημάτων και υποσυστημάτων ξεδιπλώνεται , με τυλίγει σαν βρόγχος και με ακυρώνει. Δεν ζω, δεν υπάρχω ως άνθρωπος.
Είμαι ένα στοιχείο, ενός γραμμικού συστήματος, με πολλές μεταβλητές και πολλούς αγνώστους. Επιδέχομαι άπειρες λύσεις.
Συστήματα εναλλάσσονται και συνδιάζονται , κατά περίπτωση. Η ύπαρξή μου έχει αξία μόνο για να το αναπαράγει. Βρες τρόπους να κόψεις την αλυσίδα !

17/3/06

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



Με αφορμή τη χθεσινή απεργία, που είχε ως κύριο αίτημά της το ασφαλιστικό, διαπίστωσα για μια ακόμη φορά ,ότι σε σχέση με τους άλλους εργαζομένους (στη πράξη, όχι στα νούμερα) οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν ιδιωτικού υπάλληλοι.
Στην υπηρεσία μου για παράδειγμα απεργούμε μονίμως τρεις υπάλληλοι...
Οι δημόσιοι υπάλληλοι, στους οποίους ανήκω κι εγώ (του ευρύτερου τομέα) , έχουν γενικά ένα κακό προφίλ στη κοινωνία:
Δεν δουλεύουν , κάνουν κοπάνες , χρηματίζονται, δεν συμπεριφέρονται καλά στον πολίτη, δεν είναι παραγωγικοί εν γένει.
Και πράγματι “ως μέσος όρος” , ή ως αποτέλεσμα που καθρεφτίζεται στην κοινωνία, έτσι δείχνει να είναι . Αυτήν την εντύπωση είχα τουλάχιστον κι εγώ για τους δημόσιους υπαλλήλους, πριν έξι χρόνια.
Ώσπου μια μέρα, μην αντέχοντας πια τους ρυθμούς της τρέλας τους ελεύθερου επαγγέλματος, αλλά ούτε και αυτούς του ιδιωτικού τομέα , αποφάσισα να περάσω το τζάμι απ`την άλλη μεριά, με διαδικασίες του ΑΣΕΠ να συμμετέχω σε διαγωνισμό του. Πράγματι είχα όλα τα προσόντα, κι ενώ οι πίνακες διορισμού με τοποθετούσαν σε υπηρεσία στο κέντρο της πόλης, ξαφνικά μαθαίνω ότι τοποθετήθηκα σε περιοχή της δυτικής Θεσ/νίκης. Είναι μια ολόκληρη ιστορία , τι συμβαίνει τελικά μ` αυτές τις “αδιάβλητες” διαδικασίες...
Όμως και μέσα στις υπηρεσίες τα πράγματα είναι το ίδιο δύσκολα, για τον “απλό” δημόσιο υπάλληλο. Γι` αυτόν που δεν ανήκει σε κάστες και φατρίες, που δεν ομοιογενοποιείται, που δεν “συγχρωτίζεται” με την οικτρή πραγματικότητα.
Υπάρχουν υπηρεσίες κι υπηρεσίες: ρετιρέ και καταγώγια.
Υπάρχουν χώροι, τελείως ακατάλληλοι για ν` ασκήσει κανείς το λειτούργημα του υπαλλήλου, χώροι που δεν σέβονται πολλές φορές ούτε την υγεία του εργαζόμενου. Και φυσικά όλοι αυτοί “εποπτεύονται” από ένα Υπουργείο, ή μια Περιφέρεια. Μου` χει τύχει πολλές φορές να ντρέπομαι να πατήσω στα γραφεία των εποπτευουσών και μη υπηρεσιών μας, όπου οι συνάδελφοι υπάλληλοι , μας υποδέχονται με γόβα στιλέτο, κι εμείς οι τριτοκοσμικοί περιφερόμαστε με τα μποτάκια και τις λάσπες λερώνοντάς τους τις “καθαρές” υπηρεσίες! Μ` ό,τι μπορεί να υποννοήσει ο όρος καθαρές).
Τελικά συμβαίνει το εξής, όπως σ` όλη τη κοινωνία μας:
Υπάρχουν οι άνθρωποι που δουλεύουν και οι κηφήνες. Υπάρχουν οι μπροστάρηδες, οι σκαπανείς και αυτοί των μετόπισθεν. Οι τίμιοι και οι απατεώνες. Οι δίκαιοι και οι άδικοι. Οι συμφεροντολόγοι και οι ειλικρινείς. Οι άνθρωποι και οι “υπάνθρωποι”.
Ο καθένας επιλέγει το ρόλο του συνειδητά , ανάλογα με τον τρόπο που θέλει να ζει και να πορεύεται. Ακόμη και στον χώρο της πολιτικής υπάρχουν και σήμερα τίμιοι πολιτικοί, άνδρες και γυναίκες. Ποια είναι όμως η εικόνα των πολιτικών;

13/3/06

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ



Τελευταία πηγαινοέρχομαι σε ιστοσελίδες που είναι κατ` εξοχήν αφιερωμένες στη ποίηση ,δηλαδή δίνουν βήμα σε νέους κυρίως λογοτέχνες να «εκθέσουν» τα έργα τους.
Και πράγματι περί «έκθεσης» πρόκειται, γιατί ο καθένας εκθέτει τον εαυτό του, τη δική του εσωτερική αλήθεια.
Στις σελίδες αυτές συχνά υπάρχουν σχόλια, τα οποία άλλοτε είναι ενθαρρυντικά και άλλοτε τελείως αποθαρρυντικά, μερικές φορές και προσβλητικά, για τους νέους σε ηλικία λογοτέχνες. Οι κρίνοντες είναι κι αυτοί λογοτέχνες ,που καρτερικά επιθυμούν να γίνουν κρινόμενοι.
Όλοι αυτοί βέβαια καλύπτονται πίσω από ψευδώνυμα, (πολλές φορές κι από πολλαπλά ψευδώνυμα) έτσι ώστε να `χουν ασφαλή τα «νώτα» τους σε περίπτωση που βγει κανένας λαγός γι` αυτούς. Οι περισσότεροι δηλαδή επιδιώκουν την «έκδοση».
Μερικοί μάλιστα νομίζουν ότι θα πετύχουν τόσο πολύ , ώστε θα συντηρούνται δια βίου από την ποίηση.
Λίγοι ίσως γνωρίζουν , ότι στην πραγματικότητα οι εκδοτικοί οίκοι ούτε ανιχνεύουν , ούτε αλιεύουν ταλέντα. Το αντίθετο γίνεται: οι εκδοτικοί οίκοι χρηματοδοτούνται για την έκδοση, από τα φερέλπιδα ταλέντα, κι όταν πάει καλά αυτή η πρώτη αυτοχρηματοδοτούμενη έκδοση , στη συνέχεια κάνουν δειλά -δειλά κάποιες προτάσεις. Έτσι σε πάρα πολλούς μένει τα` όνειρο για την έκδοση.
Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε τη προσπάθεια που γίνεται από τις φιλόξενες ιστοσελίδες του διαδικτύου.
Δίνουν βήμα στο νέο λογοτέχνη, δίνουν ευκαιρίες προβολής και σχολιασμού, πράγμα πολύ σημαντικό. Συχνά δίνονται ενημερώσεις για διαγωνισμούς ,ή λογοτεχνικά απογεύματα, νέες κυκλοφορίες , ζουμερές ειδήσεις. Οι περισσότερες στήνονται με μεράκι από κάποιους, που κι αυτοί είναι κρυπτολογοτέχνες, οι οποίοι συχνά δεν φείδονται χρόνου ούτε χρημάτων.
Αν σας περισσεύει χρόνος κατά την εξερευνησή σας στο διαδίκτυο, κάντε τον κόπο.
Αξίζει να δείτε πόσοι νέοι άνθρωποι ποθούν να βγάλουν την ψυχή τους σε έκθεση, να επικοινωνήσουν εν τέλει.

1/3/06

Η ΑΝΩΝΥΜΙΑ /ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ


Η τηλεόραση , το ραδιόφωνο κι ο κινηματογράφος έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να μεταφέρουν θεατρικά στοιχεία , το ίδιο και το διαδίκτυο.
Ο χρήστης δεν λειτουργεί σαν δέκτης αλλά και σαν πομπός.Έτσι η όλη επικοινωνία βασίζεται στην αλληλόδραση.
Θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει
το www/ με τη θετρική σκηνή
το avatar (nic-name/ψευδώνυμο)/ με την μεταμφίεση
την εξομοίωση της πραγματικότητας/ με τη θεατρική μίμηση
τη χρήση τεχνολογίας/ με τις θετρικές τεχνικές
Έτσι η πλατφόρμα του διαδικτύου γίνεται ένας θεατρικός χώρος, όπου η μεταμφίεση (avatar/ψευδώνυμο) παίζει πρωταρχικό ρόλο , ώστε ο χρήστης από ανώνυμος μέσω του προσωπείου και μιας συμβολικής διαδικασίας-δράσης να γίνεται μια "θεατρική" προσωπικότητα.
Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τις αναστολές κι έτσι διαμορφώνει μια ταυτότητα ,έναν ρόλο.
Η γνωστική ασυμφωνία που θα προέκυπτε από την έλλειψη προσώπου στην επικοινωνία , εξοστρακίζεται από την εξομοίωση , που υποβοηθείται με την τεχνολογία.
Δεν ξέρω πόσο πολύ θα έμοιαζαν οι χρήστες του διαδικτύου με τα προσωπεία τους ,αν υπήρχε η δυνατότητα να τους γνωρίσουμε από κοντά.
Είναι όμως σχεδό πέρα από βέβαιο, ότι όλα τα προσωπεία που επιλέγουν ,λειτουργούν όπως στο καρναβάλι: περιέχουν μηνύματα που δύσκολα πολλές φορές λέγονται, αλλά συχνά τα υποδυόμαστε για να αποστασιοποιηθούμε από το "μη λεχθέν".

23/2/06

Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ



Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ
Από το αντίστοιχο λήμμα “μεταλλάσσω”: μεταβάλλομαι /μεταβάλλω/ανταλλάσσω/μεταβιβάζω

Η σχέση του πατέρα της Μαργαρίτας με το βιβλίο θα χαρακτηρίζονταν ως μαγική. Παρόλο που ήταν παπουτσής στο επάγγελμα και κατασκεύαζε τα είδη του χειροποίητα κατά τον παραδοσιακό εκείνο τρόπο -δίνοντας στα ζεύγη επάνω στον πάγκο του ιδιαίτερη αξία-παρόλο που δούλευε μέσα σε μια παράγκα προχει-ροφτιαγμένη από υποπροϊόντα του ξύλου, βάζοντας μέσα της όλα τα καιρικά φαινόμενα, μάζευε το λιγοστό χαρτζιλίκι που του αναλογούσε εξαιρώντας τα έξοδα διαβίωσης της πενταμελούς οικογένειάς του και κάθε βδομάδα αγόραζε το νέο τεύχος της Εγκυκλοπαίδειας.Ήταν τότε που το χιόνι έφτανε ως το γόνατο κι είχε γεννηθεί η αδελφή της. Η Μαργαρίτα ήταν ακόμη αγέννητη. Θεωρούσε λοιπόν ο πατέρας, ότι το καλύτερο δώρο για ένα παιδί που γεννιέται το χειμώνα του `62 θα ήταν μια δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια δεμένη, όταν φυσικά θα ολοκληρώνονταν το έργο της εκτύπωσής της , που περιλάμβανε και τις διαδοχικές φάσεις με τα τεύχη.
Κάθε Σάββατο λοιπόν αγόραζε το καινούργιο τεύχος κι αφού το μάτι του διέτρεχε τις ασπρόμαυρες εικόνες ,ίσως να διάβαζε και μερικές αράδες από τα γραμμένα , ταξινομούσε τα τεύχη μ` επιμέλεια, βάζοντάς τα σε ένα χαρτοκιβώτιο , πάντα κάτω-κάτω το αρχαιότερο τεύχος.Η λατρεία του πατέρα της Μαργαρίτας προς την Εγκυκλοπαίδεια είχε λάβει πολλές μεταμορφώσεις , μέσα από κάθε τεύχος που υπομονετικά αγόραζε-λες και προσπαθούσε να ξορκίσει τη φτωχή του μοίρα ,που του διέκοψε ο πόλεμος το σχολείο στη τετάρτη τάξη. Δηλαδή συχνά φανταζόταν το νεογέννητο μωρό να έχει μεγαλώσει και όντας στο σχολείο να αισθάνεται απαραίτητη αλλά και χρήσιμη όσο τίποτε στο κόσμο την Εγκυκλοπαίδεια: σα να χωρούσε όλη τη γνώση μέσα της. Πολλές φορές ακόμη φανταζόταν ότι η Εγκυκλοπαίδεια αυτή ήταν το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή, με μεγαλύτερες ίσως προοπτικές από τις δικές του.Η οικογένεια είχε ήδη αποκτήσει το δεύτερο παιδί, τη Μαργαρίτα και φυσικά τα έξοδα διαβίωσης της όλο και μεγάλωναν, όμως το τεύχος απορροφούσε κάθε βδομάδα το ανάλογο κονδύλι των οικογενειακών εξόδων.
Η ανεργία του πατέρα ανάγκασε την οικογένεια ν` απαρνηθεί την πόλη που τους γέννησε. Μετοίκησαν λοιπόν στη νέα πόλη για` αυτούς, τη Θεσσαλονίκη.Η Μαργαρίτα θυμάται ακόμη ότι ξεπουλήσανε όλα τους τα παλιά έπιπλα, ως και το σιδερένιο εναμισάρι κρεβάτι των γονιών, εκτός από το μπουφέ με τα λεονταρίσια πόδια και το μεγάλο δρύινο τραπέζι , γιατί η απόσταση από τη Δράμα μέχρι τη νέα πόλη θεωρούνταν τότε μακρινή και για να` ναι οικονομική μετακόμιση ,τα φορτηγά που τις αναλάμβαναν, τις δέχονταν εμβόλιμα στα δρομολόγια μαζί με τις μεταφορές εμπορευμάτων .Τα κιβώτια με τα τεύχη της Εγκυκλοπαίδειας -ήταν ήδη δύο – είχαν όμως ξεχωριστή θέση στη καρότσα του φορτηγού. Ο πατέρας τους είχε δώσει ρητή τη συμβουλή στον οδηγό: “Να μη τσαλακωθούν , να μη λερωθούν και κυρίως να μη σκορπίσουν.”
Αφού λοιπόν εγκαταστάθηκαν στην καινούργια γειτονιά γεμάτη από αυτοκίνητα και χωρίς χώρο για ποδήλατο ή ζωηρό παιχνίδι, ο πατέρας τους επέστρεψε μια μέρα χαρούμενος από το μαγαζάκι του ανακοινώνοντας , ότι η έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας είχε πια ολοκληρωθεί. Την επόμενη κιόλας θα έδινε τα τεύχη για βιβλιοδεσία.Στο κέντρο της πόλης, ο πατέρας διατηρούσε ένα μαγαζάκι ημιυπόγειο , όπου άλλαξε και τη δραστηριό-τητά του: λόγω του εκσυγχρονισμού της ζωής τα χειρο-ποίητα παπούτσια δεν ήταν πια είδος αναλώσιμο , αλλά κι από την άλλη απαιτούνταν τόσα πολλά ημερομίσθια, ώστε η παραγωγή τους προέκυπτε ασύμφορη, ειδικά μά-λιστα από έναν μόνο μάστορα χωρίς βοηθητικό προσω-πικό. Πίστεψε λοιπόν , ότι το επάγγελμα θα γινόταν πιο βιοποριστικό αν κατασκεύαζε χειροποίητες ζώνες.Κάλεσε τον ζωγράφο που γνώριζε από τη Δράμα- με αλλαγμένη κι αυτός δραστηριότητα “επιγραφές”-κι έφτιαξαν μια χειροποίητη επιγραφή αρκετά καλλιγραφι-κή για το είδος που ανάγγελλε: “Δερμάτιναι Ζώναι παντός τύπου” , που την ανάρτησε στη καλύτερη από άποψη οπτικής θέση, στην πρόσοψη του μαγαζιού.Δίπλα στο μαγαζάκι αυτό υπήρχε ένα βιβλιοδετείο ,που η κακή του μοίρα το ήθελε να κλείσει σχεδόν ταυτόχρονα που άνοιξε το μαγαζάκι του ο πατέρας της Μαργαρίτας. Δηλαδή, ο τελευταίος του πελάτης ήταν ο πατέρας.
Ο βιβλιοδέτης του το είπε καθαρά , ότι ούτε τα υλικά της βιβλιοδεσίας δεν διέθετε καλά-καλά για να ολοκλη-ρώσει τη βιβλιοδεσία. Γι αυτό ο πατέρας έκοψε κομμάτια από δέρμα στο σχήμα των τόμων, από τα τόπια των δερμάτων που προορίζονταν για τις ζώνες και του τα έδωσε. Ο βιβλιοδέτης έκοψε λωρίδες από το δέρμα, ίσων διαστάσεων με τις πλάτες των τόμων και το υπόλοιπο, που προορίζονταν για τα εξώφυλλα , το αντικατέστησε με πανί ευτελούς ποιότητας, τόσο κακής που αν και μαύρου χρώματος έμοιαζε σα διαφανές. Μια νύχτα εγκατέλειψε το μαγαζί του και άφησε μέσα σ` αυτό τους τόμους της Εγκυκλοπαίδειας–ευτυχώς βιβλιοδετημένους- μαζί με μια πρέσα βιβλιοδεσίας που είχε πάνω της ένα σημείωμα:“Η πρέσα για το δέρμα”.Ο πατέρας περιχαρής δέχτηκε την απληστία του βιβλιοδέτη και φυσικά κράτησε τη πρέσα ως αντάλ-λαγμα` πιθανόν να του ήταν χρήσιμη για να πρεσάρει τις ζώνες. Έτσι έφερε στο σπίτι ολοκληρωμένη την δωδεκάτομη Εγκυκλοπαίδεια με πλάτες από δέρμα άριστης ποιότητας και εξώφυλλα που ήδη είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στις γωνίες τους, αφού ήταν από ύφασμα της χειρίστης ποιότητας.
Το καινούργιο τους σπίτι , ένα μικρό διαμέρισμα από αυτά που συνήθως χρησιμοποιούν οι φοιτητές για να διαμένουν κατά την περίοδο των σπουδών τους , δεν διέθετε σαφώς καμιά άνεση, αλλά και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε σπατάλες για έπιπλα ή άλλα είδη διευκόλυνσης της διαβίωσης σ` ένα τόσο μικρό και κακοφτιαγμένο σπίτι , όπως θα ήταν στη περίπτωση αυτή μια βιβλιοθήκη.Υπήρχε μόνο μια ντουλάπα , από αυτές που έχουν πρόσοψη από καπλαμά και εσωτερικά έχουν για πλάτη και πλευρά τον τοίχο, μπογιατισμένο με υδρόχρωμα: βάζοντας τα ρούχα μέσα σ` αυτή ντουλάπα χρειάζεται βγάζοντάς τα, πάντα να τα βουρτσίζεις. Η ντουλάπα αυτή μέσα στην πολυτέλεια της διέθετε και πατάρι.Τα δυο κορίτσια ανέβασαν προσεχτικά τους τόμους με τη σειρά , σ` έναν ελάχιστο χώρο στο πατάρι, ανάμεσα σε κουβέρτες κι άλλα είδη εκτός της τρέχουσας εποχής . Έφτιαξαν κι έναν κατάλογο με τα περιεχόμενα του κάθε τόμου και τον κόλλησαν στο εσώφυλλο της ντουλάπας , ώστε να μην χρειάζεται να κατεβάζουν όλους τους τόμους , για τον συγκεκριμένο που θα απαιτούσε η σχολική τους εργασία
Μέσα στη βιασύνη του να δραπετεύσει είχε ξεχά-σει ο βιβλιοδέτης να βάλει αρχικά στους τόμους και το μόνο που είχε στοιχειωδώς πράξει για την εξυπηρέτηση του αναγνώστη ήταν να αριθμήσει τους τόμους, με αριθ-μούς χωρίς χρώμα, που τους χτύπησε στην πλάτη μ` έναν ζουμπά. Προς τούτο ο πατέρας έφτιαξε μια δική του πατέντα,ώστε να μπορεί να επανατυπώσει με χρυσομπο-γιά τους αριθμούς για να είναι ορατοί. Του είχαν απομείνει κάποιες ζελατίνες, από αυτές που τύπωνε τη φίρμα του στα χειροποίητα παπούτσια.
Κάθε φορά που τα κορίτσια χρειάζονταν την εγκυκλοπαίδεια ανέβαινε η Μαργαρίτα σαν πιο μικρό-σωμη που ήταν σε μια μεταλλική σκάλα κι έψαχνε τον αντίστοιχο τόμο , ενώ η αδελφή της περίμενε από κάτω να τον πάρει , γιατί ήταν βαρύς και με δυσκολία θα μπορούσε ένα οκτάχρονο παιδί να κατεβεί τα σκαλοπά-τια της παλιάς σκάλας με τον τόμο παραμάσχαλα.Όλη η διαδικασία του ανέβα-κατέβα αλλά και της διερεύνησης των λημμάτων της εγκυκλοπαίδειας τους είχε γίνει κάτι σαν παιχνίδι: ώρες ατέλειωτες χάνονταν μέσα σ` αυτά .Μερικές φορές επιβάλλονταν και η χρήσης του λεξικού , γιατί η εγκυκλοπαίδεια ήταν γραμμένη στην αρχαΐζουσα καθαρεύουσα. Τα κορίτσια είχαν μόλις αρχίσει να διδάσκονται τη γραμματική της Νέας ελληνικής γλώσσας.
Χρησιμοποιώντας κάποιες από τις οικονομίες τους και αφού κι οι δυο τους υποσχέθηκαν ότι δεν θα έκαναν ούτε νύξη για αγορά ποδηλάτου , μιας και δεν υπήρχε χώρος για παιχνίδι στο κέντρο της μεγαλούπολης όπου διέμεναν, αγόρασαν κάποια μέρα μια φθηνή καινούργια βιβλιοθήκη από την οδό Τοσίτσα, που ως γνωστό γίνονται τακτικά εκποιήσεις κι έτσι η εγκυκλοπαίδεια απέκτησε την πραγματική της διάσταση , αφού χωρούσε ακριβώς στο μεγαλύτερό της ράφι. Τα κορίτσια είχαν στο μεταξύ μεγαλώσει και μπορούσαν να επισκέπτονται τη δανειστική βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν.Θ, γιατί οι ανάγκες τους σε γνώσεις και πληροφορίες πολλαπλασιάζονταν ραγδαία και η εγκυκλοπαίδεια πια από μόνη της δεν μπορούσε πια να τις καλύψει.Από τότε χρειάστηκε να αγοράσουν άλλες δύο βιβλιοθήκες για να φιλοξενηθούν τα βιβλία τους, που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται με ρυθμό απρόβλεπτο: τα πανεπιστημιακά τους βιβλία, τόσο τα πολυτεχνειακά της Μαργαρίτας όσο και τα λογοτεχνικά της αδελφής της ήταν πολύ χωροβόρα. Μετά από αρκετά πάλι χρόνια η καθεμιά από τις αδελφές αναζήτησε το δικό της δρόμο: δημιούργησαν δικά τους σπίτια , οικογένειες κι όπως ήταν φυσικό και δικές τους βιβλιοθήκες απαρνούμενες αυτές του πατρικού σπιτιού.
Εδώ και χρόνια την τυραννούσε το στίγμα της εγκυκλοπαίδειας αυτής. Δεν είναι ούτε σε χαρτί ιλουστρασιόν τυπωμένη, ούτε καλοδεμένη είναι, μα ούτε και διαθέτει περιττά στολίδια, πολύχρωμους χάρτες ή τρισδιάστατες εικόνες. Μέσα όμως από την εξερεύνησή της έφτασε στη γνώση, όχι σ` αυτή που κάνει τα παιδιά “κινητές εγκυκλοπαίδειες” ή στείρους απομνημονευτές. Περιπλανήθηκε συχνά μέσα στα λήμματα για τους αρχαίους σοφούς, τα μαθηματικά, τις τέχνες , τις μοντέρνες επιστήμες. Η σχέση της με την Εγκυκλοπαίδεια της φαινόταν μαγική. Μεταμορφώνονταν κάθε φορά που άνοιγε τα φύλλα της και εισχωρούσε στα λήμματα. Μα…δεν την είχε πια.Τις προάλλες ψάχνοντας στις μικρές αγγελίες για κάποια προς ανοικοδόμηση οικόπεδα , ήρθε στα χέρια της τυχαία μια αγγελία από τη στήλη “ΒΙΒΛΙΑ”, πως την πουλούσαν προς τέσσερα ευρώ τον τόμο. Ο κύριος που την πληροφόρησε στο τηλέφωνο για την εγκυκλοπαίδεια, τη ρώτησε χωρίς περιστροφές τον λόγο που την ήθελε, αφού κανείς εκτός του χώρου των φιλολόγων δεν θα μπορούσε να την διαβάσει πια χωρίς τη χρήση του λεξικού κι ίσως κάποιος συλλέκτης να ενδιαφέρονταν αλλά και αυτό φάνταζε… χλωμό. Την ενημέρωσε ακόμη, πως ούτε το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς του τη δέχτηκε, όπου προθυμοποιήθηκε να τη χαρίσει, γιατί κανείς δάσκαλος ούτε μαθητής ήταν διατεθειμένος να εμπλακεί στον κυκεώνα της μετάφρασης των λημμάτων της . Ο ίδιος-καθηγητής μαθηματικός -της τόνισε πως εκποιεί την εγκυκλοπαίδεια στην εξευτελιστική τιμή των πενήντα ευρώ, λόγω της προόδου των καιρών μας: “cd-rom, Internet..”διατάθηκε. Σα να μη κατείχε αυτή καλά τα θέματα της προόδου ως τεχνοκράτης που είναι.“Πράγματι εξευτελισμός …”σιγομουρμούρισε η Μαργα-ρίτα μην αντέχοντας να τη βλέπει νοερά, σκονισμένη και στοιβαγμένη, σχεδόν για πέταμα κι αμέσως έτρεξε να την παραλάβει παρά την καταρρακτώδη βροχή που έρριχνε.Ο άνθρωπος αυτός είχε φροντίσει να της προμηθεύσει ως κι ένα τσουβάλι για να μπορεί να γίνει άμεσα η μεταφορά της. “Ένα τσουβάλι γνώση” είπε αστειευόμενη η Μαργαρίτα αποχωρώντας.Θα ήταν ίσως αδικία και χαραγματιά μεγάλη στη ζωή της Μαργαρίτας, που πάντοτε πίστευε στη Θεία Δίκη , αν δεν κατάφερνε να την κάνει και πάλι δική της : να την έχει για να της ζεσταίνει τη καρδία και να της θυμίζει την αξία της γνώσης , μα κυρίως αυτή της αυτογνωσίας, στην ενότητα της ζωής του ανθρώπου με τη ψυχή του, στη σύνδεση αυτή του ανθρώπου με τον ουρανό.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ (2005-2006)






















ΜΟΝΑΞΙΑ



Μοναξιά
έχεις τον πιο ωραίο ήχο,
στη σιωπή ακούς το χτύπο
της καρδιάς.
Ποιος θυμάται, ποιος ξεχνάει,
η ψυχή ποιον λαχταράει,
εσύ το δείχνεις...

Μοναξιά
είσαι η μόνη συντροφιά μου,
μυρωδιά απ` τα παλιά μου,
μη ρωτάς:
τι αφήνω, τι μου λείπει,
ποιος μου διώχνει αυτή τη λύπη,
εσύ μονάχα...

Μοναξιά
δική μου αγκάλη,
του κορμιού μου περιγιάλι,
έχεις τον πιο ωραίο τρόπο
ν` απαντάς:
ποιος θυμάται, ποιος ξεχνάει,
δεν πονάει
ποιος δεν νοιάζεται για μας...


ΜΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ

Εσύ, μη μου απελπίζεσαι
σ` αυτούς τους δύσκολους καιρούς,
στις μπόρες μη λυγίζεσαι,
έχει ο καιρός γυρίσματα,
θα φέρει κεραυνούς.

Εσύ, μη μου τσακίζεσαι,
στο γκρίζο παρελθόν,
στο μέλλον μη συνθλίβεσαι,
σήκωσ` αντένα, βάλε άλμπουρο,
μόνο ζήσε το παρόν.

Εσύ μη μου ζορίζεσαι,
μ` εκείνα και μ` εκείνα`
στα ύψη μη ζαλίζεσαι,
ουράνιο τόξο επτάχρωμο
θα `βγει απ` τη καταιγίδα.

Εσύ, μη μου αναλώνεσαι
σε στόχους τόσο μακρινούς`
βρες μόνο πού πληγώνεσαι,
αρκούν τα τόσα πάθη μας,
απ` ανθρώπους κοντινούς…



ΣΙΩΠΗ

Η σιωπή σου αυτό μου λέει,
που η φωνή δεν το μπορεί`
κάτι μέσα σου να! κλαίει
κι η καρδιά δεν το κρατεί.

Η απόσταση μεγάλη
-όχι η χιλιομετρική-
πλησιάζω μα, σκανδάλη
μου πατάς στην κεφαλή.

Κάνω βήματα πιο πίσω,
πάλι περισυλλογή,
πόσο θέλω να ακούσω
τη μπριόζα σου φωνή.

Επτασφράγιστος:
ανοίγω μία-μία κλειδωνιά`
κάθε τόσο και μια άλλη,
το κλειδί στη κλειδαριά.

Επιτέλους να! σε βρίσκω:
έχεις βγεί απ` τη σιωπή`
τώρα σου μιλώ με ρίσκο.
Τι γλυκιά που` ναι η φωνή!




ΚΩΔΙΚΑΣ

Μίλια πολλά περπάτησα
να φτάσω στη σπηλιά σου,
όμως δεν βρήκα γέφυρα,
μήτε και τα σκαριά σου.

Τα πήρες κι έφυγες μακριά,
μάταια ψάχνω ακόμη,
με κύματα παλεύοντας,
μόνη χωρίς τιμόνι.

Κι αν στη σπηλιά ανέβηκα
σημάδια σου για να `βρω
έκπληκτη μπρος τους βρέθηκα:
το χρώμα μόνο μαύρο

στις γραφές σου κώδικα
αδιάβαστο είχες βάλει
κι είπα: «να δεις προδόθηκα,
το σκότος πού θα βγάλει;»

Κι όπως εσύ εγύρναγες,
εγώ πάλι πορευόμουν`
τον κώδικα ψιθύριζες
κι εγώ αναρωτιόμουν…

Τι κρίμα!Δεν μπορέσαμε
το κώδικα να βρούμε.
Τα κύματα πλημμύρισαν…
Πού τόπος να σταθούμε;


ΕΜΑΘΕΣ Ν` ΑΓΓΙΖΕΙΣ

Χρόνια και χρόνια προσπαθώ
να μάθω την αγάπη,
όμως πότε πληγώνομαι
και πότε κάνω λάθη.

Ως τώρα δεν εμπόρεσα
να βρω χωρίς να πάθω,
αγάπη τι θα πει ακριβώς,
απ` τη ρίζα να το μάθω.

Ίσως γιατί δεν έτυχε
βαθιά να σε αγγίξω,
αφού ποτέ δεν ήθελα,
εμένα να πληγώσω.

Μα τώρα ξέρω, έμαθα
τι θα πει αγάπη
αν κάθε μέρα συγχωρώ
τα δικά σου λάθη,

κι αν εσύ μπορούσες μια φορά
εμένα να `σχωρέσεις
τότε και συ θα μάθαινες
τρόπους να μη πονέσεις.

Και κάθε πόνος θα` τανε
μια γιορτή αγάπης,
τόσο απλό ειν` το μυστικό,
πότε θα το μάθεις;

Κρύο το βράδυ αγάπη μου,
οι νύχτες μοιάζαν γκρίζες!
Επιτέλους μάτια μου
έμαθες, ν` αγγίζεις!

Με αγάπη σου φιλώ
τα γλυκά σου μάτια.
Είν` πόνος πιο γλυκός,
της καρδιάς τα πάθια….

ΜΑΖΙ

Μη με βγάλεις
απ` τη μοναξιά μου,
αν δεν μπορείς
σιωπή να μου χαρίσεις.

Μην με τραβάς
απ`το πυθμένα μου
στην επιφάνεια,
αν στα ουράνια
δεν μπορείς κι εσύ
να περπατήσεις.

Μη μου δωρίσεις
αγάπη περισσή,
γιατί με πόνο δυνατό
θε να ντυθεί…

Θα τσακιστείς,
αν τη ψυχή σου
μου ανοίξεις,
δίχως να καταφέρεις
μέσα μου ν` αναδυθείς.

Θα πονέσεις,
αν δεν μπορέσεις
εμένα, μέσα σου
να συγχωρήσεις,
αν δεν γνωρίζεις
τον εαυτό σου,
πάλι και πάλι ν` αγαπάς.

Θα περπατάς μονάχη:
για λίγο μόνο μαζί
θα πορευτούμε`
κι εκεί που θα συναντηθούμε
και πάλι μόνες
τη δική μας πορεία
θα τραβήξουμε…



ΑΠ` ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ (2004-2005)















ΑΓΑΠΗ ΑΠΟΜΑΚΡΗ

Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη χρόνια ζει
κι ανανεώνεται`
πως ό,τι ζήσαμε
εμάς ακολουθεί
κι ολοκληρώνεται.

Κι εγώ που νόμιζα,
πως η αγάπη μας ωθεί
σε τόσα άλλα,
που μοιάζουν ακατόρθωτα,
πολύ μεγάλα…

Λες να γελάστηκα,
που πίστεψα σε σένα
κι ονειρεύτηκα;
Πόσο κουράστηκα,
μάτια μου λατρεμένα,
μακριά σου χάθηκα.

Κι εγώ που νόμιζα,
πως έφυγες μακριά
κι έτσι ξεχάστηκα`
πως τα καράβια,
αγάπες κουβαλούν,
όμως γελάστηκα.

Η μνήμη μας ορθώνεται
εκεί που θέλουμε,
να μη τη δούμε:
εικόνες φέρνει,
η ψυχή λυτρώνεται
κι εμείς πονούμε…


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ

Μη με κρατάς σφιχτά
στην αγκαλιά σου-σ` αγαπώ !
μην καρτεράς
συνέχεια τη ματιά μου-θα χαθώ !

Αισθάνομαι αδύναμη,
όταν τα πάντα μου σου δίνω`
αισθάνομαι περήφανη,
όταν μπορώκαι μέσα μου να σκύβω.

Επειδή σ` αγαπώ,
μυστικά αποτραβιέμαι`
για να μη τον εαυτό μου μισώ,
που βαριέμαι.

Επειδή σ` αγαπώ,
με στίχους τη ζωή ζωγραφίζω,
μέσα μου σκύβω
και τη ψυχή μου αγγίζω.

Επειδή σ` αγαπώ,
τα βιβλία ξαναπιάνω,
τις λύπες μου ξεχνώ
κι όταν ανασάνω,

δίπλα σου είμαι
και πάλι πιστή,
στην αγκαλιά σου,
στα φιλιά σου,
στην κοινή μας ζωή !


ΤΑ Σ` ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΑ

Τα σ` αγαπώ που σου `στειλα
σε γράμμα τυλιγμένα,
ο ταχυδρόμος τ` άφησε
στο πρώτο το σκαλί`
στη σκάλα που ανέβαινες
με μάτια κουρασμένα,
δεν είδες τίνος γράμματα
μεμιάς ποδοπατείς.

Το γράμμα εκεί απόμεινε
στη ξύλινη τη σκάλα
και τους τριγμούς ακούγοντας
δυο σκαλιά παρακαλεί
μη τύχει κι ακούσουνε
της γραφής το κλάμα,
όταν το ποδαράκι σου
τα ξανακατεβεί.

Στο γράμμα μου το σ` αγαπώ
σου το `χα χαραγμένο`
καιρός πολύς που πέρασε
κι ακόμα σε προσμένω…

ΜΙΚΡΗ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΓΙΝΟΜΑΙ

Μικρή μαζί σου γίνομαι,
τα χρόνια μου ξεχνώ
τα κουρασμένα`
σ` όνειρα αφήνομαι,
στα σύννεφα πετώ
μαζί με σένα.

Απ` τη θωριά σου νιάτα παίρνω
στην άγονη τη ζήση μου τα ξανασπέρνω.

Της νιότης μου συμπάθειες
ξαναθυμάμαι και πάλι ελπίζω`
ανεκπλήρωτες προσπάθειες,
μα δε λυπάμαι σαν σ` αντικρίζω.

Κοντά μου μείνε
για μια στιγμή ακόμη,
το θέλω ειλικρινά πολύ !
Απόψε που η μοναξιά μου
με πληγώνει
μείνε για λίγο ακόμη,
για μια στιγμή…




ΒΡΑΔΙΑ

Κάτι θα την πονέσει
απόψε τη βραδιά`
αν κάποιο αστέρι πέσει
κατ` απ` τη χουρμαδιά,
δεν θα `ναι το δικό μου
-που σ` άλλους γαλαξίες ταξιδεύει.
Κι αν έχει απόψε ξαστεριά
κανέν` αστέρι
για μένα δεν ξοδεύει.

Το φεγγάρι σα σπασμένο δαχτυλίδι
ο ουρανός μ` άστρα το `χει δέσει`
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη:
θα το χάσει, θα του πέσει.

Κάτι θα την αλλάξει
απόψε τη νυχτιά`
αν νοτίσει μια σταλιά,
έστω λίγο αν θα βρέξει,
κάτω απ` την ομπρέλα θα κρατώ
την αγρύπνια μου
για μια σου μόνο λέξη.

Φρόνιμοι οι θόρυβοι στο σπίτι,
το σώμα μου φορά
τη βραδινή μου όψη,
μακάρι να` ταν ένα παραμύθι
πως δεν είσαι πάλι
εδώ απόψε!

Κάτι θα τη φωτίσει
απόψε τη βραδιά`
οι θόρυβοι παίζουνε
κρυφτό στην πόρτα.
Ανοίγω να περάσει
ο αγέρας πρώτα
και για το καλεσμένο μου
ανάβω δυνατά όλα τα φώτα.

Το φεγγάρι σαν ολόγιομο στολίδι,
ποιος τρελός, το φοράει στη μέση `
ψεύτρα κι ακαμάτρα η σελήνη,
με το φως της μ` έχει δέσει.



ΧΕΡΙΑ

Κολλημένοι στις ίδιες κινήσεις,
που τα χέρια καιρό συνηθίσανε,
για καινούργιες ριγάς συγκινήσεις,
μα της καρδιάς σου τα φύλλα ξεφτίσανε.

Τα χέρια είναι πιο πρωτοπόρα,
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα λάθη της`
το χάδι μου στέλνει μια μπόρα
στης ψυχής σου τ` αμέτρητα βάθη της.

Με τις ίδιες , δικές της κινήσεις
που σκιρτά η καρδιά σου όταν φεύγω,
το χάδι μου ζητώ να μετρήσεις
του χεριού μου που λέει πως μένω.

Στη βαθιά μου αλλαγή της συγγνώμης,
της ψυχής που σε νιώθει πηγαίνω`
μες το χάδι, που σ` αγγίζει ιδρώνεις
του χεριού ,που επιμένει πως μένω.

Τα χέρια είναι πιο γρήγορα
απ` τη καρδιά στ` αμέτρητα πάθη της`
τα χάδια μου είναι παρήγορα
για της ψυχής σου τ` αδιάκοπο δάκρυ της…



ΜΑΤΙΑ

Οι άνθρωποι που γνώριζα,
δεν κοίταζαν στα μάτια,
τα χέρια μόνο τέντωναν
και βαδίζοντας τυφλά,
τις χούφτες τους ανοίγανε,
σαν έρχονταν σε μένα,
μα δεν πλησίαζαν
πάρα πολύ κοντά.

Μόλις τις χούφτες γέμιζα
μ` αμέτρητη αγάπη,
τα χέρια πίσω παίρνανε,
με βιάση περισσή
μη τύχει και τους κλέψουνε
την ελεημοσύνη,
χέρια που ποτέ
δεν είχαν αγγιχτεί.

Άλλους πάλι γνώριζα
που κοίταζαν στο σώμα,
και χάδια μόνον ζήταγαν
και περιττά φιλιά
και μόλις μου τα παίρνανε
άλλα σώματα κοιτούσαν,
πέτρα η κάθε μια
αχόρταγη αγκαλιά.

Εσένα μόλις γνώρισα
με κοίταξες στα μάτια
και χούφτες δεν ανοίξανε
μήτε χέρια βιαστικά,
τους οβολούς μετρήσανε
-μονάχα αυτά δακρύσανε-
κι οι ψυχές κομμάτια,
στ` ουράνια περπατήσανε
σ` ανείπωτη χαρά.

Μ` ήλιους και άστρα ενώθηκαν
σε μύριους γαλαξίες,
από κει εκσφενδονίστηκαν
σε πύλη θεϊκή,
και πάλι ξεχωρίσανε
το ένα γίναν δύο
στα σώματα γυρίζοντας
όπου` χαν χωριστεί.

Ποτέ ξανά δεν γνώρισα
ανθρώπους σαν εσένα
που μόνο μάτια είχανε
και κοίταζαν βαθιά,
έτσι σε μένα μείνανε
βαθιά απωθημένα,
στα μάτια μόνο να κοιτώ

κι όχι στην αγκαλιά

ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ (2000-2004)






















PUZZLE

Δε θέλω,σε κομμάτια εσύ να κόβεσαι
κι ένα κομμάτι να μου δίνεις,
ένα που μου ταιριάζει να σου παίρνω`
σε θέλω άνθρωπο ολόκληρο:
κάτοπτρο γυαλιστερό απέναντι να σ` έχω,
όχι σπασμένο,
κομματιαστή να βλέπω τη μορφή μου μέσα του`
τέτοιον καθρέφτη δεν μπορώ, γιατί αρρωσταίνω.

Τα ιμάτιά σου εγώ, σε κλήρο δεν τα ρίχνω:
λίγη ματιά σήμερα να κληρώνω, αύριο μισή φωνή να δίνω
και μεθαύριο τη ζεστασιά να παραδίνω
απ` άγγιγμα στιγμής -όλα κομμάτια της δικής μου της ψυχής.
Κομμάτια εγώ δεν εκποιώ:
ολόκληρο τον εαυτό μου, στο Σταυρό τον στήνω.

Της θεομηνίας τα έργα μου που έπληξα,
με μέτρα ανθρώπινα -κομματιαστά-
βλάβες δεν θα μετρήσω`
καλύτερα, χαντάκια μέσα μου σκαμμένα ν αφήσω
Με μέτρα ολόκληρα ,τον εαυτόν μου να! μετρώ:
έτσι μετρώ κι εσένα.

Εσύ, κομμάτια που μου δίνεσαι,
με ποια δικά μου να σε συμπληρώσω;
Λίγα από μένα μόνο ζήτησες !
Κι εγώ που σκόπευα όλο τον εαυτόν μου
να σου δώσω…



BEST-SELLER

Στη γωνία έχω στημένο,
λίγο χρόνο μου κλεμμένο
και θα σου τον τουφεκίσω:
έτσι, ελπίζω να σε συναντήσω
-γιατί υπό κανονικές συνθήκες
(τα ξέρεις, στα `χω πει )
χρόνο δεν έχω, να σου χαρίσω…
Πού να στα λέω !
Για τούτη τη συνάντηση
σου πήρα μίαν έκδοση
-ευτυχώς που δεν χαλάει,
ώστε να μην φανεί
του χρόνου η αλλοίωση.
Κάπου θα σε πετύχω!
αυτό το «θα τα πούμε σύντομα»
που από πέρυσι σ` αγόρασα,
εφέτος κατά σύμπτωση
έγινε best-seller.
Πουλιέται διαρκώς η απόσταση,
σε διάφανη συσκευασία του ξεχνιέσαι…


ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ


Οι λέξεις που κυλάνε σε τροχιές,
το μύθο τους σπρώχνοντας να προχωρήσει,
έχουνε μνήμη μεγαλύτερη απ` το χτες
που η σκέψη δεν μπορεί να συγκρατήσει.

Όταν η γλώσσα δεν ακολουθεί
τον αργό των στερεότυπων ρυθμό,
μ` άλλα λόγια ζητά να ειπωθεί
δανεικά, απ` έναν άλλον εαυτό:

τον δικό σου που εντός μου ζει,
που στη δική σου γλώσσα μου μιλά`
ώσπου η δική μου μνήμη να σβηστεί
κι απ` τη δική σου λέξεις να γεννά.

Κανείς ποτέ -μ` όλες τις φήμες-
ποιες λέξεις ήρθαν δεν θα μάθει`
μιλώ με τις δικές σου λέξεων-μνήμες
σε γλωσσικό ακροπατώντας μονοπάτι.

Μες τις δικές σου λέξεις μη πνιγείς`
να ! γυρίζω πάλι τη σελίδα:
δικές μου λέξεις σου δίνω για να πεις,
κάθε μου λέξη μια μικρούλα καρδερίνα,
μεταμορφώνει τον τρόπο σου ν` αντιληφθείς.

Σα τη δική μου γλώσσα δεν καταλαβαίνεις,
απ` τη δική σου λέξεις νέες επινοώ`
δεν μεταφράζω των συμβόλων την ασκήμια
λέξεις-ασήμια στο δέντρο μας κρεμώ.

Σ` ευχαριστώ: απ` τη γλώσσα σου
το παίρνω και πάλι στο γυρνώ,
ό,τι μου μαθες σου ξαναδίνω,
μες τις δικες σου λέξεις σεργιανώ !

Το κουτί των οραμάτων μου θ` ανοίξω
με γνώση, απ` άλλων κόσμων τη ζωή`
στα παραθύρια τις κουρτίνες θα τραβήξω
έξω φωνάζοντας, ό,τι εντός μου έχει γραφεί.


Α Ν Α Χ Ω Ρ Ο Υ Μ Ε

Νιάτα, πώς ξεφύγατε
απ` το αιώνιο παρελθόν
-που φυλακή στις πράξεις
και στο σώμα στέκεται;
πώς βέλη εξακοντίσατε
στ` αέναο παρόν,
πώς στη φαρέτρα σας
τα βέλη βρήκατε;

Το δράκο-που το σώμα
και το πνεύμα σας φυλάκιζε-
καρτερικά παραπλανώντας
πώς σκοτώσατε;
μ` άλματα απροσπέραστα
γλιτώσατε,
στις Συμπληγάδες
που εμπρός ορθώσατε.

Πού βρήκατε την αντοχή,
το μέλλον να σηκώσετε
στους ώμους;
πώς δώσατε-χωρίς να λάβετε-
περιορισμένοι
σ` αυστηρούς τους νόμους;

Αχ ! καρδιά σαν συλλογίζεσαι
αυτά τα νιάτα τα δραστήρια,
στους πίσω χρόνους ανατρέχεις
και λύνεις όλα τα μυστήρια !

Είναι τα νιάτα μια αμαξοστοιχία
στις ράγες ορμητικά π` αναχωρεί:
πετ` από πάνω σου τη δυστυχία
κι ανέβα οπου σου βρεθεί!

Όπου τα νιάτα κι αν τα συναντούμε,
ασυγκράτητ` η ψυχή σ` ένα βαγόνι μπαίνει`
είν` η ζωή μ` αυτά δεμένη`
βάστα καρδιά κι αναχωρούμε !


Α Ν Ε Ι Π Ω Τ Α

Τ` ανείπωτα, το χιόνι τα`θαψε
στο βάθος της αυλής`
μες τις πευκοβελόνες
του δάσους τα `κρυψε
τ` αγριοκαίρι.

Στους κρυσταλλένιους
των πλατανιών τους κλώνους ,
ασήμι τ`ανείπωτα
μες τις κουφάλες κρύβονται:
στης ρεματιάς κυλώντας,
χάνονται τ` αγκάλι.

Ο τσαλαπετεινός στ` ανείπωτα
το ράμφος του βουτά`
πετώντας, μες το σύννεφο
τα κρύβει`
κι αυτό στ` ηλιοβασίλεμα τα δίνει.

Ροδαλές αχτίδες του πρωϊνού
τ` ανείπωτα μας στέλνουν`
ο κούκος πλάϊ μας τα λαλεί,
τ` αγέρι μες τα αφτιά μας
τα σφυρίζει`
με ψιθύρους, στης φύσης
το γάμο μας καλεί !

Τ` ανείπωτα,
που μου` πε αυτό τ` αγέρι,
μες το χιονιά τα ξανασκόρπισε
τ` αγριοκαίρι...


ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ


Έτσι γράφονται τα ποιήματα:
με πόνο ξετυλίγουν στο χαρτί
και το μελάνι ξεπηδά από δάκρυα`
κάτι απ` τη ψυχή σου θα φανερωθεί.

Έτσι στέλνονται μηνύματα:
τη πόρτα σου χτυπάνε το πρωί
οι ηλιαχτίδες,
που γλιστράν απ` τα παράθυρα`
στο δώμα σου το φως να ξεχυθεί.

Ως πότε ακόμη,
τον εαυτό σου θα φοβάσαι,
γιατί τις άφατες τις τάσεις φανερώνει`
για πόσο ακόμη,
τις νυχτιές δεν θα κοιμάσαι,
ως να παραδεχτείς όσα σου δηλώνει.

Τα πρόσωπά σου άπειρα
-όσα τα` αστέρια-
απ` τον ουρανό ξεχύνονται,
σου απλώνουν μύρια χέρια:
σε μιαν ενότητα,
είν` όλα τους κρυμένα,
σ` αρχέγονες μορφές
εκεί ψηλά γραμμένα.

Στον κόσμο, με προορισμό,
είσ` εν δυνάμει θείο πλάσμα:
των μορφών σου βρες τον αριθμό,
φανέρωσε της φύσης σου το φάσμα…

ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ

Όποιος θανάτους έχει ζήσει,
τα νήματα του παρελθόντος
δεν θα τα κρατήσει:
προτού η αυλαία κλείσει,
απ` τις κλωστές ξεκόβει
και χειροκροτεί,
αυτά που ως τώρα έχει ποθήσει.

Τη γέφυρα του μέλλοντος γκρεμίζει:
άχρηστα μολύβια και προσχέδια
δεν κρατά`
συθέμελα τα βάθρα της δυναμιτίζει
και για σκουπίδια τα υλικά πετά.

Το τώρα στίγμα μόνο δίνει,
το παρελθόν κρύβει μια νοσταλγία`
όσα δεν έζησες σου δείχνει,
τη ρότα σου χαράζει με μαγεία.

Αυτή δεν έχει πιά συντεταγμένες:
ακυβέρνητο ταλανίζει το σκαφί
πότε μ` άμπωτη ή πλημμυρίδα
προχωράει δίχως να σκεφτεί !

Των λογικών τα λογικά παιδιά,
τρέλλα θα το `λεγαν
στο κύμα δίχως ρότα,
ανελέητα εγκαταλείπεις τα κουπιά
και να γυρίζεις στ` όνειρα,
τα πρώτα - πρώτα:
τότε που τόλμησες στ` αστέρια ν` ανεβείς
και με προοπτική τη γη σου να κοιτάξεις
σ` αρχέγονη το χέρι δίνοντας μορφή,
μέσα σε μύριους ήλιους να πετάξεις.

Τη διαφορά θα τη πληρώσεις
-δεν μπορεί ! –
εσύ που απ` τα πλήθη θέλεις να ξεφύγεις,
με μοναξιά κι απόμακρη ζωή,
μες τους πολλούς έχεις ταχθεί να ξεχωρίζεις.

Το θάνατο έχεις φίλο σου πιστό
πότε έρχεται και πότε πάλι φεύγει`
συχνά σου ψιθυρίζει μυστικά
πως τίποτε αναλλοίωτο δεν μένει.

Όποιος το θάνατο έχει στα μάτια δει
πορεία ν` αλλάξει δεν θα φοβηθεί:
βαθειά τη σιγουριά του να ταράξει
και σ` άλλους κόσμους να πετάξει.



ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ

Σου στέλνω γράμματα
που μένουν αναπάντητα`
δεν λέω γιατί το κάνεις
μα, τι άραγε να κάνεις;

Σου γράφω ποιήματα:
δεν μένουνε αδιάβαστα`
μέσα μου νιώθω
το λυγμό που βγάζεις,
όταν πάλι και πάλι
τα διαβάζεις.

Πονάει, με κλάματα
όταν μέσα σου ρωτάς,
γι αυτό στα γράμματα
δεν απαντάς.

Τα γράμματα αναπάντητα
να μείνουν πέπρωται`
στον εαυτό ,κανείς ποτέ
δεν απαντάει.

Τα ποήματα θα εξηγηθούν
μέσα σου κάποτε`
τι θ` απαντήσεις στον εαυτό,
για όσα σε ρωτάει;


ΑΣΕ `ΜΕΝΑ ΝΑ ΞΕΡΩ


Μου λες πως δεν έχουμε φίλους,
μόνοι στο κόσμο κινάμε`
άλλοι αν ζούνε σε κάστρα με πύργους
εμείς μοναχά αγαπάμε!

Το χέρι σου δώσ` μου και να` μαι
συνοδοιπόρος σ` αυτή τη στροφή`
όνειρα μοιράσου μαζί μου κι ας πάμε,
ας νιώσουμε αντάμα στιγμή τη στιγμή.

Ο κόσμος καλύτερος δείχνει:
η πλάση χαρούμενη, ο ήλιος λαμπρός`
μέσα μου νιώθω γαλήνη,
καθένας, δικός μου αδελφός.

Μακριά σου τι θα καταφέρω;
Πόσα μου δίνεις, άσε ‘μένα να ξέρω!

Μου λες πως πάλι θα φύγεις
-ξάφνου όπως ήρθες ένα πρωινό-
στους στόχους σου πια καταλήγεις,
το μαντήλι κι εγώ σου κουνώ.

Υπέροχη ήταν αυτή η διαδρομή:
όπου το τέλος, εκεί κι η αρχή…

Στη γιορτή μου λουλούδια σε μένα θα φέρω.
Πόσα μου `δωσες ! άσε `μένα να ξέρω…



ΠΙΣΤΗ ΨΥΧΗ (1994-1998)



















ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Σήμερα ,αν θα σε δω,
να μη φορέσεις
το πρόσωπο το γιορτινό,
για να μ` αρέσεις.

Σε είδα σ` άλλες εποχές
-πότε καλές-
το πρόσωπό σου λαμπερό,
χωρίς πτυχές.

Σ` άλλες πάλι εποχές
-ψυχή φρικτές-
τα μάτια σου απόμακρα,
θύρες κλειστές.

Κι η φωνή σου χάλκινη,
στάζει αλμύρα`
της ψυχής η έπαρση
ρίχνει πλημμύρα.

Σήμερα , αν θα σε δω
στο `χω γραμμένο:
το βλέμμα σου το θλιβερό,
λησμονημένο.



ΤΟΥ ΒΑΡΚΑΡΗ

Ότι άσκοπα έφυγες
να μη θωρήσεις,
τους βάτους ότι πέρασες ,
δίχως να πατήσεις
το κέρμα δείχνοντας στο στόμα,
του βαρκάρη,
να σε περάσει απέναντι
σαν χάρη.

Ότι νερό κουβάλησες στη χούφτα
και μου `δωσες να πιω,
τον ύπνο ότι χάρισα
στη νύχτα
-καβάλησ` άστρο λαμπερό-
ότι το ίχνος
του πατέρα σου νωπό,
στις γούβες σου απ` τα πέλματα
στην άμμο μου πατώ,

ότι το τρόπο έδειξες
στις φλέβες να κυλά
-λεύτερο αίμα
σπάζοντας δεσμά-
είναι το κέρμα
που στο στόμα κουβαλάς
και που πληρώνει
αιώνια το βαρκάρη.

Κλείνω τα μάτια σου,
δωσ` μου τη χάρη,
να σεργιανίσω μες
της σκέψης σου το τρόμο,
να μη σταθώ, μα να διαβώ
του λυτρωμού
που ταξιδεύω χρόνο.

Φιλώ τα χέρια σου,
δώσ` μου το στάρι
-στου σεβασμού σου
τη σκιά που ζώ-
να ζήσω σπέρνοντας
και να χαθώ,
δείχνοντας όλο
και πιο μπροστά το δρόμο….



ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ

Τι μας χρειάζονται αυτοί
που ζούνε μακριά μας,
που ανύποπτα επεμβαίνουνε
και κλέβουν τη χαρά μας;

Πρέπει ν` αλλάξουμε
τις σχέσεις μας,
μ` ανθρώπους
και πράγματα μικρά:
σ` αυτά,
αλλιώς το σώμα αντιδρά,
μα, η καρδιά είναι
που κλώνους φθείρει!

Σε λίγους μόνο
θα βρούμε τη χαρά:
Σ` αυτούς που δίνουν
και ζωή,
για μια αχτίδα στη ψυχή,
που δεν κρατούν
σφιχτά λογαριασμό,
που δαπανούν ζωή,
καρδιά και λογικό.

Αχ!.. Η ψυχή ειν` όμως
που πονά!
Το σώμα κι αν ξεχάσει,
η καρδιά κρατά`
κύκλος είναι,
θα περάσει:
θα κλείσει, θα τεντώσει,
θα λυγά.

Κι αν ίσως βρούμε
πάλι τη χαρά,
τότε στα πόδια
θα σταθούμε δυνατά`
κι αυτοί που έδωσαν
κάτι στη ψυχή μας,
αθόρυβα θα βγουν
απ` τη ζωή μας.



ΧΡΟΝΟΣ

Δεν είναι που φεύγει
ο χρόνος
και μας γερνά`
κι εμείς,
αμήχανοι στεκόμαστε:
μας προσπερνά.

Δεν είναι οι εποχές
που άλλοτε αλλάζουν`
μήπως φταίνε
τα μάτια μας
που αυτές
μας συναρπάζουν;

Ο Χρόνος είναι ακίνητος!
Εμείς είμαστε μικροί
κι ανύποπτα περνάμε:
γι` αυτό και τον μετράμε.

Ακίνητες είναι
κι οι εποχές`
εμείς
αλλιώς τις βλέπουμε:
πότε το καλοκαίρι
φέρνει
μια βαρυχειμωνιά
και πότε το φθινόπωρο
ξανοίγει τη καρδιά.

Δεν είναι που φεύγει
ο Χρόνος
και μας περνά!
Εμείς είμαστε
που φεύγουμε
κι Αυτός
μας αποχαιρετά!



ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ (1987-1992)

















ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Είμαστε από το ίδιο ξύλο,
αλλιώς κομένες στα νερά`
παραλληλα εγώ, όπως η ίνα,
στο κόντρα εσύ σαν το κορμό.

Κι έτσι μοιάζουμε αλλιώς,
μα έχουμε την ίδια μοίρα:
άλλος είναι κι ο καρπός,
άλλη στο κύμα μας η αλμύρα.

Εσύ μου μοιάζεις τολμηρή
και τη ζωή σου δεν ορίζω`
εγώ σου μοιάζω συνετή
και τη ψυχή μου στη χαρίζω.

Στο ίδιο δέντρο κι αν ανήκουμε,
ό,τι πετάς, εγώ το παίρνω`
μέσα σ’ αυτή την ανακύκλωση,
μες στη ζωή μας στίχους σπέρνω.

Κι αν μόνη είμαι τη βραδυά,
μοναχική κι εσύ αχτίδα,
φυλλομετρώ τα γηρατειά,
ψάχνεις σκιές μέσα στα σχοίνα.

Μας στοίβαξαν οι ξυλοκόποι,
στο ίδιο δάσος βουερά`
κι όπως ξαναγυρνούν οι χρόνοι,
«το μήλο πέφτει απ’ τη μηλιά»...



Η ΚΟΡΗ ΚΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ

Μαγεύει η ζωή, στην ίδια μορφή`
σώμα παίρνει, σώμα δίνει,
αίμα πίνει, αίμα χύνει.

Ο γιός σου κι εσύ,όμοιος κύμα,
όμοιος αστρί,
-σα σταγόνα βροχής-
σε μαγεύει θαρρείς.

Η κόρη μου κι εγώ
-το σώμα που φορώ,
τα όνειρα ,οι ελπίδες
ζωής δροσοσταλίδες.

Πληρότητα φέρνουν,
το πόνο γλυκαίνουν`
στη δύση όταν γέρνεις,
μ’ άλλο άστρο θα φέγγεις.

Τα παιδιά μας κι εμείς,
μαρτυρίες ζωής:
μικρά ίχνη στη γη,
του σύμπαντος γλυκειά ροή !



ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ

Πήρα σκαφί, πήρα πανί και ψάχνω για λιμάνι,
ο δέλφινας στο δρόμο μου παρέα.
Τα κύματα με άνεμο μ` έριξαν,με μπάτη,
μα όταν τα μάτια άνοιξα ήμουν σε ξέρα.

Κι είδα τη πέτρα, είδα τη πίκρα, τη λησμονιά
την εγκατάλειψη, τη προσδοκία , τη λευτεριά.

Θέρισα στάρι, πήρα μια πέτρα κι ένα ξύλο:
στης Ανεμόεσσας τη πέτρα –γη γυρεύω μύλο`
και πέφτω ψάχνοντας και ψάχνω πέφτοντας
και προσδοκώ,
από ψηλά το Κάστρο απόρθητο να το φυλώ.

Κι είδα μυρμήγκια, είδα τερμίτες στάρι να τρώνε
τα σπλάχνα της πέτρα –γης να ξεπουλάνε.

Πήρα τη πέτρα, λήμνια γη κι ένα πανί
θα πλάσω μάτια ,θα πλάσω αυτιά κι ένα πουλί
να στείλω κήρυκα, να στείλω δέλφινακι ένα τελάλη,
σ` όλους να πει ,πως σαν το νησί, γη δεν είν` άλλη:

είναι η Ανεμόεσσα –η δική μας- είναι αυτή
είναι της μάνας και του μπαμπά μας η αρχή.


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Θα θελα να ερχόσουν αγόρι του καλοκαιριού
-στεφανωμένο όπως είσαι με τα στάχυα
και τα μαλλιά πλεγμένα με αγριλιές-
εδώ, που η θάλασσα σε πιτσιλάει
στο παφλασμό του ,φουσκώνοντας το κύμα
για να σκάσει.

Κι ο αγέρας να σου μουρμουράει
τραγούδια για τη μοναξιά.
Η βάρκα π` ακουμπάς
τρίζει, τρεκλίζει, ψάχνει λες
μιαν άλλη σου ισορροπία.

Το κύμα σκαρφαλώνοντας, σ` ανένδοτο το βράχο
αφρίζει και ξεσπάκι η αφρίλα του
να σου χτυπά το πρόσωπο…

Αν θα μπορούσες, μέσα από το κύμα
ν` αναδυθείς,
ή μέσα από τα φύκιατη θωριά σου
να προβάλλεις,
θα έχανες το έλινο στεφάνι
και το στάχινο της κόμης σου το χρώμα.

Θε ν` αγαπήσεις τη θάλασσα,
που όλο σου κρυφομιλά`
λόγια τέτοια που, χρόνια ήθελες ν` ακούσεις,
αυτά που χρόνια κόμπιαζες να πεις.

Μια τέτοια μακριά συνομιλία,
που άλλη ποτέ σου δεν έχεις ηγηθεί.

Θε ν` αγαπήσεις τη μοναξιά,
αυτή που η σαγηνεύτρα θάλασσα σου δείχνει,
που μόνη της στα δυο σε σπάζει…
Κι οι μαργαρίτες των χωραφιών
και τα άλλα αγριολούλουδα
δεν θα σε ξανασυγκινήσουν.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (1986)




ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο ,που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
Μας ποτίζει ναρκωτικές ουσίες,
δείχνει τη πρώτη χρήση του τσιγάρου,
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.

Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες`
υγρούς:
με τα μάτια μας να βουρνώνουνε, μόνο σε πένθιμες κραυγές`
απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουνστις τσέπες
και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνταισε δίχως παλμό συλλαλητήρια.

Στείρους μας νοεί: έχοντας τα παιδιά μας
φυλακισμένα σε τοίχους με συνθήματα,
χύνοντας τη ζωή μας σε εργοστάσια
και με τα χέρια μας κομμένα στα γιαπιά
να πριονίζουμε τη ψυχή μας με μοναξιά.
Απλήσμονες μας χρειάζεται:
με τη ψυχή μας γεμάτη από απόρριψη,
να δένει τη ζωή μας σε μαγγανοπήγαδο,
για να γυρνά ασταμάτητα
-αφού η ελπίδα μας του «αύριο» καρφώθηκε σε κιβδηλες κορνίζες.

Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.

Και μ` όλα αυτά, ακούραστους μας επιζητά,
ν` αναπνέουμε της ζωής της το καυσαέριο
και να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις, που με λέηζερ
χάραξε στη ψυχή μας: «είμαστε άδοτοι, ακούραστοι».

(Αθόρυβα ζούμε, σε μιάν άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε,
παντού την κατάρα της...)



ΜΟΡΣΙΜΟΝ ΗΜΑΡ

Αισθάνθηκε πως ήρθε πια η ώρα του.
Τον βάραινε πολύ ο κόσμος.
Μάζεψε τη βαλίτσα του για το ταξίδι.
Έβαλε μέσα λίγα πράγματα
και κίνησε για την πόλη που πεθαίνουν.
Η διακριτική πινακίδα
το ’γραφε καθαρά:
«Καλώς ήρθατε στη πόλη “θάνατος”».
Σωστά ήρθε.
Σε ποια αρχή όμως να δηλωθεί;
Έχασε και τον οδηγό θανάτου.
Στο Δημαρχείο του θανάτου
θα ’ταν λύση μια κι έξω να δηλωθεί.
Εκεί τον υποδέχθηκαν κι αφού,
περίμενε μ` υπομονή τη σειρά του,
τον ρώτησαν ,πώς θέλει να πεθάνει.
Τι να γνώριζε αυτός από θανάτους ,
αφού ποτέ δεν τόλμησε να μάθει.
Τους είπε μόνο την τελευταία του επιθυμία
κι αυτοί θα συνήγαγαν ,
πώς να πεθάνει τού ’πρεπε.
Άλογα καλπάζοντα σ` ολάνθιστα λιβάδια
είπε ,πως θα θελε πριν απ’ το τέλος
να θαυμάσει .
Έσβησαν μ’ απότομα τα φώτα.
Έτρεχε εμπρός του
σ΄ έγχρωμη ταινία το λιβάδι.
«Ωραία , έτσι να πεθαίνεις !» σκέφτηκε!

Ίσως στην άλλη του ζωή, έτσι λεύτερος να καλπάζει…

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ (1984-1986)
























ΔΙΑΘΗΚΗ

Στη νύχτα ν` αφήνεσαι
σαν πανάρχαιος νόμος,
με βλέφαρα κλειστά`
να δέχεσαι,
όταν πέφτει ο τρόμος
χάδια στα μαλλιά.

Να παραδέχεσαι
των πιο ανάξιών σου
την αξία.
Απέφευγε της νιότης
την αδιαλλαξία.
Να βρίσκεις μοναδικά
τα ταπεινά:

της ανατολής το μωβ και ροζ
να ζωγραφίζεις,
στης θάλασσας τ` αντάριασμα
μαζί της να αφρίζεις.
Στης γης το όμβριο χώμα
ξαναγυρίζεις σώμα.

Να σέβεσαι
ανθρώπων τα αιμάτινα ποτάμια,
που σου `δωσαν να χαίρεσαι
της λευτεριάς στεφάνια:
ανθρώπων, πανανθρώπων
σάρκες και κουφάρια.

Να σκέφτεσαι:
τι δίνεις; τι θα δώσεις;
πόσες πνοές θα λευτερώσεις,
ξέπνοος όταν θα πέσεις;
Τι πήρες,
πόσους θα λυτρώσεις;



ΣΤΡΕΨΗ ΚΑΙ ΚΑΜΨΗ (1982-1984)

















ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ

Στον απολογισμό των περασμένων χρόνων
αναπολώ τη στήλη με τα πεπραγμένα:
απόρριψη, αμφισβήτηση,υπόληψη, συγκατάβαση,
εισερχόμενα – εξερχόμενα:η στήλη αυτή
με μιαν ανομολόγητη ισορροπία
τη κάθε μου πράξη αντισταθμίζει
και τα κενά συμμετρικά γεμίζουν.

Στου τωρινού χρόνου τον απολογισμό,
πολύ θα κουραστώ να κλείσω τα τεφτέρια:
στα πεπραγμένα «το σκότωμα του εαυτού»
θα γράψω, μοναχικό στη πρέπουσά του στήλη.
Τα εξερχόμενα καθόλου δεν θ`αγγίξω,
-μια παύλα μάλλον να τραβήξω.


Το ισοζύγιο διαταράχθηκε:η πλάστιγγα ανισόρροπα
χαροπαλεύει,
από τη μια «το σκότωμα του εαυτού»
κι από την άλλη το τίποτε ζυγίζονται.

Θαρρώ πως τούτο ενός καθρέφτη
τέχνασμα είναι,
μα όσο κι αν το είδωλο να σβήσω τρίβω,
ξωπίσω μου ειρωνικά σαρκάζει…

Στα πεπραγμένα των ετών
που μέλλουν να `ρθουν
ίσως για άλλη τότε μια φορά,
τη στήλη με τα εξερχόμενα ν` αφήσω.
Η πλάστιγγα ανισόρροπα χαροπαλεύει,
κι εκεί στο χαροπάλεμα
«το σκότωμα του εαυτού»
μες το καθρέφτη μου
ειρωνικά κοιτάζει.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ