7/4/06

ΣΥΝ-ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ




Η πορεία ενός ξυλόγλυπτου

Εδώ και μερικά χρόνια ασχολούμαι με την ξυλογλυπτική. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό στο παρελθόν , ότι κάποτε θ` ασχοληθώ κι εγώ μ` αυτή τη τέχνη, μέχρι που η κόρη μου , ενημερωμένη από κάποια συμμαθήτριά της , μ` έσυρε στη κυριολεξία μέχρι το τμήμα ξυλογλυπτικής ενηλίκων του συλλόγου «Three-hills», νομίζοντας ότι υπάρχει και τμήμα για παιδιά.
Σκονισμένοι ασκούμενοι με ματσόλες και σκαρπέλα στα χέρια σκυμμένοι πάνω από τα έργα τους -όλα πρωτόλεια- άκουγαν στη διαπασών «ράδιο-άνεμος», για να σκεπάζεται ο ήχος από τα χτυπήματα των σκαρπέλων.
Πάγκοι ψηλοί φτιαγμένοι από νοβοπάν , με πόδια ν` ακουμπούν με χοντρούς τάκους στο μωσαϊκό ήταν γεμάτοι από ροκανίδια , από εργαλεία και σκαριφήματα των ξυλόγλυπτων έργων.
Ένας δάσκαλος, ξερακιανός –σχεδόν βγαλμένος από αγιογραφία- είχε ένα μολύβι μαραγκού με διπλή μύτη, περασμένο στο αυτί και περιφέρονταν από πάγκο σε πάγκο.
Μερικά παιδιά ανάμεσα στους ενήλικους, σκαρφαλωμένα σε σκαμπό του μπαρ προσπαθούσαν να προσεγγίσουν του πάγκους.
Κι εγώ δεν ξέρω , πώς κόλλησα σ` αυτό το τμήμα. Με συνεπήρε η όρεξη για δουλειά και το χαμόγελο των συναδέλφων.
Πολύ σύντομα μάλιστα απέκτησα ένα δικό μου, προσωπικό στυλ, που δεν έμοιαζε με κανενός εκεί μέσα.
Ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν τις οδηγίες του δάσκαλου κατά γράμμα, εγώ ατίθαση όπως ήμουν από πάντα, μόλις αντιλήφθηκα τις βασικές λειτουργίες των εργαλείων , ξεκίνησα το πρώτο μου έργο, ένα πολύ βαθύ ημίγλυφο , προσπαθώντας να μιμηθώ στη τεχνική τις παλιές ζωφόρους , που βλέπουμε πια μόνο στα μουσεία. Βέβαια ήταν ένα μικρούλι έργο, διαστάσεων μερικών δεκάδων εκατοστών , αλλά σε τίποτε δεν θύμιζε αυτά των άλλων ομοτέχνων μου , στο σύλλογο.
Το ξύλο -από φλαμουριά - μου το είχε διαλέξει ο δάσκαλος, είχε έναν ρόζο τελείως στο κέντρο , ήταν σχετικά ελαφρύ και μαλακό.
Ώρες ατέλειωτες δαπάνησα μέχρι να το φέρω στα νερά μου, να το κάνω να με υπακούσει και να τιθασεύω τις ιδιορρυθμίες του.
Το σχέδιό μου ήταν ένα καράβι των βίκινγκς με ανοιχτά πανιά κι ένα φλόκο. Στο ρόζο φρόντισα να βάλω ένα κύμα για τον καλύπτει.
Στη συνέχεια αποφάσισα να επιλέγω μόνη μου τα ξύλα.
Πήγα στην αποθήκη ξυλείας , στο χοντρέμπορο δηλαδή και αφού χρησιμοποίησα την ιδιότητά μου του μηχανικού , γλίστρησα σιγά-σιγά στα άδυτα της ξυλαποθήκης.
Ο έμπορος με συμπάθησε αρκετά και με προσανατόλισε σε μιαν πλευρά της αποθήκης, όπου ξηραίνονταν τα «παλιά» ξύλα. «Σαν τα παλιά κρασιά» , σκέφτηκα.
Πράγματι υπήρχαν μεγάλες τάβλες αλειμμένες στα σόκορα με κόλλα για να μη στρεβλώνουν , που ήταν ξεχασμένες εκεί για μια εικοσαετία.
Ζήτησα φλαμουριά , μου έδειξε μια τάβλα, τη φορτώσαμε στο επαγγελματικό ημιφορτηγό του άντρα μου και πήγα να πληρώσω!
-«Άντε βρε, δώρο για τον Γιώργο» μου `πε ο προμηθευτής , υπονοώντας ότι γνωρίζει καλά τον άντρα μου, αφού αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου.
Χαρούμενη πήγα στο σπίτι και ξεφόρτωσα στην αποθήκη.
Ο Γιώργος εκεί έχει φτιάξει ένα πάγκο από νοβοπάν για δική του χρήση.
Πάνω είχε αφημένα εργαλεία ξυλουργικής, γιατί δούλευε μια σκάλα για το σπίτι, που όλο το μαστορεύει και δεν λέει να τελειώσει.
Έκανα κατάληψη τον πάγκο κι άρχισα να παρατηρώ τα εργαλεία. Σέγα, «τάνκς» , πλάνη, ρούτερ , γιαλοχαρτιέρες, παλμικά τριβεία, δέλτα! Δίπλα είχε αφημένα εγχειρίδια χρήσης σ`ένα κασελάκι.
Τα πήρα και άρχισα να διαβάζω σα τρελλή. Θα ήταν βέβαια πολύ πιο εύκολο για μένα να του πω έτσι απλά: «Κόψε μου αυτό το ξύλο σε τέτοιες διαστάσεις», όμως εμένα πάντα με ενθουσίαζαν τα δύσκολα.
Έκλεισα τη πόρτα της αποθήκης κι άρχισα…
Ήταν δύσκολα να κουμαντάρω τη τάβλα , δύσκαμπτη καθώς ήταν δεκάρα στο πάχος, τέσσερα μέτρα μήκος και πενήντα εκατοστά φάρδος.
Είχε «καμπούρα» από την πολυκαιρία, και τσίπα πάνω της, ένα παχύ στρώμα καιρικών συνθηκών ενσωματωμένο στην επιφάνειά της.
Έκοψα το κομμάτι στις διαστάσεις που χρειαζόμουν μπρος-πίσω και μέσα-έξω με τη σέγα. Άναψε το πριονάκι της. Αποτέλειωσα με το χειροκίνητο πριόνι.
Πλάνισα με τη πλάνη τη στίπα , πάνω-κάτω. Η καμπούρα με δυσκόλευε πολύ. Περνούσα τη πλάνη κι έτρωγε πολύ υλικό.
Γιαλοχαρτάρησα την επιφάνεια αρχικά με το τανκς και στη συνέχεια με τα παλμικά τριβεία. Ομαλοποίησα τις τέσσερις πλευρές στα σόκορα, γιατί με το πριόνι τους είχα σχεδόν καταστρέψει το γώνιασμα.
Ναι! Αυτό ήταν το ξύλο που έψαχνα! Τώρα φαίνονταν όμορφα τα νερά του, είχε βέννες , αλλά και κυκλικά νερά. Ήταν μια αληθινή φλαμουριά.
Πήρα καρμπόν κι άρχισα ν` αντιγράφω το σχέδιο.
Ήταν αντίγραφο ενός γλυπτού «Διόσκουροι» ο τίτλος , που είδα σ` ένα φυλλάδιο κάποιας έκθεσης γλυπτικής μιας επαρχιακής πόλης.
Το μεγέθυνα στις διαστάσεις που ήθελα και το προσάρμοσα , ώστε να γίνει ένα βαθύ ημίγλυφο, όταν θα ολοκληρώνονταν η τέχνη της ξυλογλυπτικής.
Σταθεροποίησα το περίγραμμα με χοντρό μαρκαδόρο εξομαλύνοντας τις γραμμές , και με το ξύλο μου παραμάσχαλα πήγα στο σύλλογο.
Δεν είπα τίποτε , για τον τρόπο που το απέκτησα. Εγώ μόνο ήξερα τι είχα τραβήξει να το φέρω στις προδιαγραφές μου. Ολόκληρο το απόγευμα μούσκεμα στο ιδρώτα, μάτια , μαλλιά και μύτη γεμάτα σκόνη από πριονίδια. Το ξύλο αυτό είχε αρχίσει να γίνεται μέρος του εαυτού μου, μέρος της καθημερινότητάς μου. Κανείς δεν θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά , τι ήταν για μένα αυτό το ξύλο.
Πήρα τις πρώτες οδηγίες από το δάσκαλο κι άρχισα να απομονώνω το περίγραμμα του σχήματος , από το υπόλοιπο σχέδιο. Ήθελα να το κάνω βαθύ, πολύ βαθύ κι έτσι άρχισα να το σκάβω με μανία εκτός του περιγράμματος.
Με είχε τόσο πολύ συνεπάρει και χτυπούσα τόσο δυνατά το σκαρπέλο , που ξεκολλούσα ολόκληρα κομμάτια, πλήγωνα τόσο πολύ το ξύλο! Κι αυτό μαλακό όπως ήταν και ξερό απ` την πολυκαιρία, πότε υπάκουε και πότε πετούσε αγκίθες. Στιγμές- στιγμές μου αντιστέκονταν τόσο πολύ που έφευγαν ολόκληρα κομμάτια, εκεί που δεν το ήθελα. Μου φάνηκε ότι είχα επιθετικές τάσεις απέναντί του. Σα να ήθελα να το τιθασεύσω, κι αυτό μια τέτοια αντίσταση!
Αναγνώριζα μέσα μου πρωτόγνωρα συναισθήματα: επιθετικότητα , το χτυπούσα με μανία. Πόνο, μου έσκιζε την καρδιά όταν πληγώνονταν. Αφάνταστη χαρά , όταν αναδεικνύονταν τα νερά του. Αισιοδοξία , ότι θα γίνει ένα υπέροχο ημίγλυφο. Μίσος, όταν ξεκολλούσαν κομμάτια και μου ασχήμαινε τις γραμμές , που είχα εκ των προτέρων χαράξει.
Εκτός από τις εβδομαδιαίες τακτικές συναντήσεις μου με το ξύλο στην αίθουσα της ξυλογλυπτικής, κανόνισα ραντεβού μαζί και εντός της εβδομάδας στην αποθήκη του Γιώργου.
Όταν λοιπόν ήταν ελεύθερη η αποθήκη, έσφιγγα το ξύλο μου με τους σφιγκτήρες κι άρχιζα την επεξεργασία. Πότε καθάριζα το περίγραμμα, πότε έτριβα τους βανδαλισμούς μου πάνω του, πότε εξομάλυνα τις καμπύλες των σχημάτων , πότε ονειρευόμουν το χρώμα του.
Κάποτε τελείωσε. Τριών μηνών συνευρέσεις με το ξύλο μου, είχαν αναχθεί σε τμήμα της ύπαρξής μου. Και να τώρα να πειραματίζομαι στο χρώμα, έκανα τουλάχιστον δέκα δοκιμές. Καρυδιά ανοιχτή για το υπόβαθρο και τέσσερις διαβαθμισμένοι τόνοι αχλαδιάς, ναι! αυτά είναι τα χρώματα. Κατέληξα εκεί, αφού έκανα το τεστ στην πίσω πλευρά του ξύλου.
Το έβαψα, με προσοχή. Μα αυτό το άθλιο, μέχρι το τέλος το` χε στο πρόγραμμα να με ταλαιπωρήσει. Κατάξερο καθώς ήτανε, ρουφούσε το χρώμα τόσο πολύ , που στα όρια των χρωματικών διαβαθμίσεων ανακατεύονταν οι χρωματισμοί.
Έξω έβρεχε δυνατά κι εγώ έπρεπε ν` αποχωρήσω. Ο σύλλογος έκλεινε , οι άλλοι είχαν ήδη σκουπίσει ανάμεσα στα πόδια μου κι εγώ απελπισμένη να βλέπω τα χρώματα , το ένα να καταπίνει το άλλο.
Βρήκα κενό το κιβώτιο της ηλεκτρικής σκούπας , το τοποθέτησα μέσα -γιατί το έργο ήταν μεγάλο σε διαστάσεις και έπρεπε να προστατευτεί από την υγρασία- και το άφησα στο σπίτι να στεγνώσει.
Για μέρες δεν είχα διάθεση ν` ανοίξω το κιβώτιο. Αισθανόμουν ότι το ξύλο μου είχε αρρωστήσει , κι εγώ δεν είχα το κουράγιο να το γιατρέψω άλλο.
Όμως ,ω! του θαύματος. Στέγνωσε καλά κι εκεί που η μια μπογιά κατάπινε την άλλη , έδωσε μιαν όμορφη σκιά. Χαρούμενη πήγα στο σύλλογο για το ξάσπρισμα.
Μετά τη σχετική καθοδήγηση, αφαίρεσα με γιαλόχαρτο όσο χρώμα ήταν περιττό.

Ναι, τώρα μόνο το βερνικάκι του ήθελε, κι ένα καρφί στο τοίχο!